Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

Από το φετινό Πάσχα θα θυμάμαι τα πράσινα χωράφια στο Σαραντάπορο

Ολοκληρώθηκε ένα γεμάτο διήμερο στο χωριό. Κάνουμε Πάσχα στο Σαραντάπορο από το 2002 από όταν ο Δημήτρης δηλαδή ήταν ενός χρόνου κι αυτό γιατί δεν υπάρχει κι άλλος τρόπος να βλέπουμε τους γονείς της Ελένης. Όταν είσαι μακριά, οι γιορτές είναι μια ευκαιρία να έρθεις κοντά. Φαντάζομαι γι’ αυτό τις ανακαλύψαμε κιόλας.
Υπάρχουν σειρές ολόκληρες από βιβλία και ταινίες που περιγράφουν την ένταση των οικογενειακών γιορτών- προτιμώ μία ελαφρά με την αγαπημένη μου Χόλι Χάντερ, το Home for Holidays. Στην πραγματικότητα, χρειάζεται λίγη υπομονή εκατέρωθεν. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι επί μακρόν κάτοικοι των ελληνικών πόλεων, αδυνατούν να βρουν την ηρεμία όπου κι αν τους βάλεις, κατά συνέπεια, είναι αδύνατον να τη βρουν και για τη μία ή τις δύο μέρες των «γιορτών της χριστιανοσύνης». Το να ζεις σε ελληνική πόλη είναι να σε μπαίνεις κάθε μέρα σε ένα μίξερ.
Για μένα δεν υπάρχει πια κανένα μυστήριο σε καμιά γιορτή. Ό,τι ήταν να πάρω το πήρε εκεί κάπου στα 10 μου. Ο Δημήτρης που ακόμα μυείται στον κόσμο μας ρώτησε γιατί εμείς οι αριστεροί γονείς του δεν πιστεύουμε στη μετά θάνατο ζωή. Μια ερώτηση που σε αυτήν την περίπτωση απαντιέται με αμηχανία βέβαια. Γιατί ηχεί όντως τρομακτικό να μην υπάρχει συνέχεια. Απάντησα ότι συνεχίζουμε να πιστεύουμε το ίδιο, χωρίς όμως να έχουμε καμία απόδειξη γι’ αυτό, όπως δεν έχει και η άλλη πλευρά.
Οι 48ώρες του Πάσχα πέρασαν πολύ γρήγορα, βοηθούντος και του ύπνου που μου απορρόφησε τις μισές περίπου. Είδαμε όσους ήταν να δούμε, όλοι είναι καλά ευτυχώς, είπαμε μερικά νέα, ανανεώσαμε τα ραντεβού. Η γιορτή έχει νόημα όσο βοηθάει την αναπαραγωγή της κανονικότητας.
Εφημερίδες πήρα από την Ελασσόνα και η αλήθεια είναι ότι μόνο η Εποχή είχε ενδιαφέρον- είναι αξιοπρόσεκτο πόσα ωραία κείμενα γράφονται για τον Γιάννη Μπανιά.
Το Facebook φτωχό και μίζερο με πολλή ανοησία φορτωμένο πια, αλλά και λίγες καλές στιγμές για να έχει νόημα και τούτο το νταραβέρι- ξεγράφτηκα από πολλές ομάδες που με είχαν γράψει χωρίς να με ρωτήσουν, οι πιο πολλές «αντιμνημονιακές».
Βρήκα χρόνο να τακτοποιήσω και τα αρχεία μου στο λαπτοπ. Και μνημονεύω αυτά τα απίστευτα παιδιά του Σαρανταπόρου που τρέχουν ένα ανοιχτό ασύρματο δίκτυο κι έχουμε δωρεάν ίντερνετ μέσα στο σπίτι.
Τι θα θυμάμαι ίσως από αυτό το Πάσχα; Το πόσο πράσινος ήταν ο τόπος, πόσο ανοιξιάτικος. Ένας ολόκληρος κόσμος ανθεί ακόμα, ερήμην μας. Ευτυχώς.
Επιστρέφουμε σήμερα επιζητώντας και λίγο το δικό μας σπίτι…

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Ζηλεύαμε τα γέλια και τα παπούτσια τους

Έχω δύο δερμάτινα μπουφάν. Ένα παλιότερο που μου πήρε πριν από 12- 13 χρόνια η πεθερά μου. Μου αρέσει πώς παλιώνει μαζί με μένα και μου εντείνει την εμμονή με τα πράγματα που συνηθίζουμε, που αποτελούν το δικό μας μικρό σύμπαν. Το άλλο, μου το δώρισε πέρυσι η αδερφή μου και το συνηθίζω με αργό τρόπο. Και παπούτσια φέτος δεν αγόρασα, έχω ακόμα τα περυσινά και τα προπέρσινα.
Αν χρεοκοπήσει η χώρα, ή αν δεν μπορώ προσωπικά να τα βγάλω πέρα, τα ρούχα μου θα είναι ίδια, οπότε δεν θα στενοχωρηθώ και πολύ. Με στενοχωρεί μόνο η αδικία και όχι η έλλειψη ιδιοκτησίας.
Πού βρίσκεται συνεπώς το πρόβλημα; Γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ το μέλλον; Ίσως γιατί θα επιθυμούσαμε πολύ να είμαστε κάποιοι άλλοι, ίσως γιατί μας κόβουν την προοπτική να γίνουμε κάτι άλλο. Αλλά σπάνια μπορείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι. Και το ερώτημα ποιος είσαι, επανέρχεται με δριμύτητα, σε εποχές διλημμάτων και μετεωρισμών.
 
Η Μάρω Δούκα, αυτή η τρομερή Ελληνίδα συγγραφέας, που τα συστήματα, τα κόμματα και οι εξουσίες συνειδητά την απωθούν όταν τους γίνεται ενοχλητική (όπως  με την υπόθεση της Υπατίας και των ξένων εργατών που μίλησε δυνατά μαζί με την Καρυστιάνη), είπε κάτι απλό σε συνέντευξή της στο Βήμα, για όσα ζούσαμε:
«Έτσι ή αλλιώς ήταν μια ευημερία πλασματική. Αλλά πέρα από αυτό, εγώ ως άνθρωπος ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να ζήσω με πολλά, να έχω περισσότερα από δύο ζευγάρια παπούτσια ή ένα παλτό. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, να ζω λιτά και να μην επηρεάζομαι από τον πλούτο. Πολλές φορές πηγαίνω σε σπίτια πλούσιων φίλων και τα καμαρώνω σαν να είναι δικά μου, δεν ζηλεύω. Αυτό το οφείλω κυρίως στον χαρακτήρα μου. Δεν ήμουν ποτέ το παιδί της φτωχής οικογένειας που φιλοδόξησε να ανέβει κοινωνικά. Την όποια επιβεβαίωσή μου την κέρδισα μέσα από το γράψιμο».
 
Τη νικάω βλέπετε τη Δούκα, έχω περισσότερα μπουφάν, αλλά εκείνη με κατατροπώνει στη γραφή. Αλλά δεν ζηλεύω, αντίθετα ψάχνω να βρω πώς το κάνει και γράφει τόσο απλά και δυνατά.
Και σκέφτομαι ότι το πρόβλημα ήταν ότι ζηλεύαμε όλοι μας πολλοί, επί πολλά χρόνια. Ζηλεύαμε τα σπίτια και τα αυτοκίνητα των άλλων και δεν μας ένοιαζε με ποιο ηθικό πλαίσιο παρήγαγαν τον πλούτο τους. Ζηλεύαμε τη χαρά τους, αλλά δεν κοιτάγαμε να δούμε αν ήταν αληθινά ή όχι τα γέλια της τηλεόρασης. Ζηλεύαμε τη ζωή στον πολιτισμένο κόσμο, αλλά παραβλέπαμε τη σκληρότητα της καθημερινότητας που τη συνόδευε. Και μάθαμε, πολλά χρόνια τώρα, να μην είμαστε καλά μέσα στο πετσί μας, και να ψάχνουμε μονίμως για ένα άλλο δέρμα, για μια άλλη ζωή. Πώς μας ξέφυγε αλήθεια όλη αυτή η ζωή μέσα από τα χέρια μας;

Από την Ελευθερία

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ό,τι μπορώ Γιάννη, ό,τι μπορώ... Για τον Γιάννη Μπανιά

Γνώρισα τον Γιάννη Μπανιά το 1988 και διατήρησα μία προσωπική σχέση μέχρι που η σοκαριστική είδηση του θανάτου του, εισέβαλε στην καθημερινότητά μου, όπως έγινε και με εκατοντάδες άλλους φίλους σε όλη την Ελλάδα. Τα χρόνια περνάνε για όλους και το 1988 μοιάζει πολύ μακρινό πια, αν και προσωπικά έχω την αίσθηση ότι ήταν χτες. 
Τότε, χτες, ο Γιάννης μου φαινόταν μεγάλος, πρόσωπο μιας άλλης εποχής. Όταν είσαι νέος, οι άνθρωποι που είναι 50 χρονών κι έχουν ζήσει άλλες ζωές, σου φαίνονται μακρινοί. Ήταν άλλωστε ο ίδιος ένα ιστορικό πρόσωπο ήδη τότε. Το όνομά του το έβλεπες στις δίκες της χούντας και πιο πρόσφατα γεμάτες ήταν οι εφημερίδες με τη θητεία του ως Γραμματέας του ΚΚΕ Εσωτερικού και τη σύγκρουσή του με τον Λεωνίδα Κύρκο για το «Κ» και το χαρακτήρα του ανανεωτικού κομμουνισμού στη χώρα μας. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν μιλούσε με «ιστορικότητα», δεν έδινε ίσως και σημασία στο παρελθόν.
Συγκρατώ μία εικόνα γιατί έχει περισσότερη σημασία για μένα- άλλωστε όταν μιλάμε για όσους έφυγαν μιλάμε κυρίως για εμάς και για το κενό που αφήνουν μέσα μας όπως μου είπε χτες και η Όλγα. Μετά την εκλογική αποτυχία του ΚΚΕ Εσωτερικού Ανανεωτική Αριστερά το 1989 και παρά την ολοφάνερη πολιτική αποτυχία του Συνασπισμού των Φλωράκη – Κύρκου, ο Γιάννης είχε απομονωθεί από τα Μέσα Ενημέρωσης αλλά κι από ένα μεγάλο κομμάτι των αριστερών «που είχαν μπει στο παιχνίδι» του ρεαλισμού και της εξουσίας.
Καθόμασταν σε ένα καφέ στην παραλία της Θεσσαλονίκης και μου εξηγούσε ότι σημασία έχει να δημιουργείς πολιτική που να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες. Κι από τότε, λίγο μετά το ’90, έθετε το θέμα της ενότητας της αριστεράς. Αλλά για να σε ακούσουν οι «μεγάλοι» έπρεπε να έχεις ένα βάρος, να μετράς στην κοινωνία. Γι’ αυτό και ο Γιάννης συνέχιζε, ζούσε στο παρόν, έκανε πολιτική για το σήμερα. Κόβωντας ταυτόχρονα τους δεσμούς με το σταλινισμό σε μια διαρκή πάλη για την ανανέωση, κοίταγε συνέχεια για το πού βρίσκεται το διακύβευμα, η μάχη. Άλλοτε ήταν η μάχη κατά του εθνικισμού, κι εκείνα τα χρόνια του ’90 ήταν πολύ βαριά στην Ελλάδα, άλλοτε ήταν τα πολιτικά δικαιώματα, άλλοτε το περιβάλλον και οι τοπικές μάχες για δημόσιους χώρους ή καλύτερη ποιότητα ζωής. Γι’ αυτό και ο ίδιος, σαν να έκανε απλώς ένα βήμα, βρέθηκε μέσα στο διεθνές αντιπολεμικό κίνημα ή στο Παγκόσμιο Φόρουμ. Πήγαινε περπατούσε ο ίδιος στις μεγάλες πορείες του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης κι έτσι έπιανε την ανάγκη για μία νέα αριστερά.
Ο Γιάννης Μπανιάς θα μπορούσε να γίνει ήδη από το 1989 ισόβιος βουλευτής σε τρία κόμματα που του το ζητούσαν. Δεν έγινε. Έγινε το 2007 όταν μπήκε η βάση για ένα κοινό κόμμα της αριστεράς που πάλευε. Αλλά κι αυτό το έκανε στην πορεία της γείωσης όπως του άρεσε να λέει με τις κοινωνικές ανάγκες.
Στον Γιάννη Μπανιά άρεσε να ζει στο σήμερα. Έλεγε ωραίες ιστορίες για το ποδόσφαιρο, για τις θάλασσες, για την Βανέσα Ρεντεγκρέιβ, για τον παραλογισμό των σταλινικών. Και μετά σε ρωτούσε: Κι εσύ σύντροφε τι θα αναλάβεις να κάνεις αύριο το πρωί; Ό,τι μπορώ Γιάννη. Ό,τι μπορώ…