Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον κόσμο της ιστορίας και της πολιτικής

Το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου και του Δημήτρη Χριστόπουλου «10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό» αποτελεί ένα ερέθισμα για να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις του καιρού μας


Πώς μπορούμε να συζητήσουμε δημόσια ένα «εθνικό θέμα»; Και το κυριότερο, πώς λύνεται ένα «εθνικό θέμα»;
Για το πρώτο, για τη συζήτηση, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Συχνά είναι αδύνατο να κάνεις μια συζήτηση με όρους διαλόγου, συναίνεσης και βούλησης για σύνθεση. Το πιο πιθανό είναι η συζήτηση να μην οδηγηθεί πουθενά και κάποιες απόψεις να χαρακτηριστούν ως «αδύναμες» ή και «ενδοτικές». Η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τα μεγάλα εθνικά μας θέματα είναι πολλές φορές μια σειρά από απόλυτες απόψεις που στόχο έχουν να πλήξουν τον πολιτικό αντίπαλο και όποιον εκφράζει μία διαφορετική άποψη. Το «ανάθεμα» του Διχασμού δεν είναι και τόσο μακρινή ιστορία όπως ίσως να νομίζουμε.
Από την άλλη, τι εθνικό θέμα είναι εκείνο που μπορεί να λυθεί με ένα νόμο, μία συζήτηση, με την πίστη στη δημοκρατική διαβούλευση; Στο μυαλό μας τέτοια θέματα είναι «προαιώνια», γι΄ αυτό κι εν τέλει τόσο απόμακρα, τόσο έξω από την κοινωνία που δεν μπορεί να λύνονται και εντός αυτής.
Κάπως έτσι έγινε και με το «μακεδονικό». Σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα της ΠΓΔΜ είναι ένα αναλλοίωτο στο χρόνο πρόβλημα, κάτι που δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο αν υιοθετηθεί πλήρης η θέση της Ελλάδας με απαλοιφή κάθε αναφοράς στο όνομα «Μακεδονία». Σε επίπεδο πολιτικής βέβαια τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα αφού η Ελλάδα έχει υπογράψει την περίφημη Ενδιάμεση Συμφωνία το 1995 που περιλαμβάνει κι αυτό το ακατανόμαστο «Μ», ενώ και στο παρελθόν και όλη την μεταπολεμική περίοδο δεν είχε ξεσηκώσει τέτοια αντίθεση για το όνομα του κράτους που περιέχονταν στην ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης 140 άλλα κράτη αναγνωρίζουν μόνο το συνταγματικό όνομα της ΠΓΔΜ και δεν ενδιαφέρονται για τις ελληνικές θέσεις. Και το κυριότερο, οι εξελίξεις τρέχουν, τίθεται το ζήτημα της διεύρυνσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και οι νέες γεωπολιτικές σχέσεις στα Βαλκάνια. Κι όσο κι αν η Ελλάδα εισακούγεται γιατί είναι μία ισχυρή χώρα της Ευρώπης, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν θα την ξεπεράσουν οι εξελίξεις.
Γνωστά αυτά θα πει κάποιος. Και παρ’ όλα αυτά, δικαιούνται οι Έλληνες να επιμένουν στη θέση κατά της όποιας σύνθετης ονομασίας, ενώ και η διπλωματία μπορεί να διατηρήσει τη στάση αδράνειας μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες. Είναι όμως δυνατό να γίνεται κάτι τέτοιο για πάντα; Μπορεί η Ελλάδα να κάνει ότι δεν βλέπει τι γίνεται γύρω της; Είναι προς το συμφέρον της να μη θέλει καμία λύση;
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία με τα ερωτήματα να επανέρχονται, επειδή όπως φαίνεται υπάρχουν πλευρές εντός και εκτός Ελλάδας που θέλουν να δώσουν απαντήσεις, έρχεται κι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο να συνδράμει στο διάλογο. Ο Ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος και ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Δημήτρης Χριστόπουλος, έγραψαν «10+ 1» Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Μακεδονικό» (από τις εκδόσεις Πόλις) με στόχο να συμβάλλουν στη δημόσια συζήτηση και να απαντήσουν θετικά στο ερώτημα αν πρέπει να λυθεί το «μακεδονικό».
Αυτό που πετυχαίνουν, όμως είναι κάτι παραπάνω από αυτό που έγραψαν. Πετυχαίνουν να απευθυνθούν στον πολύ κόσμο, σε όλους εκείνους που ίσως να μην διαβάζουν καν βιβλία, που ίσως να μη γνωρίζουν καν πού και πώς να αναζητήσουν πληροφορίες και γνώση για τα μεγάλα θέματα του καιρού μας. Απευθύνονται σε όσους πιθανότατα έχουν στερεότυπα και ταμπού με τέτοια θέματα, πιθανότατα να πιστεύουν το αντίθετο από αυτό που τους καλούν να συναινέσουν. Και τους βάζουν σε έναν κόσμο γεμάτο από ψηφίδες ιστορίας, πολιτικής και διπλωματίας, κοινωνικών αντιθέσεων, ανθρώπινων στιγμών, για να αναδείξουν το κύριο, ότι το «μακεδονικό» όχι μόνο πρέπει να λυθεί, αλλά μπορεί και να λυθεί, ότι είναι μία δυνατότητα που έχουν στα χέρια τους οι πολίτες, μόνοι τους, ότι μπορούν οι ίδιοι να δώσουν διέξοδο εκεί που σήμερα μοιάζουν όλα αδιέξοδα.
Γιατί τελικά ακόμα και το χειρότερο «τραύμα» το θεραπεύεις μόνο όταν το κοιτάς κατάματα και το αντιμετωπίζεις. Και υπάρχουν πολλοί σήμερα στην Ελλάδα που μπορούν να αναγνωρίσουν τη σημασία που έχει να αντιμετωπίζεις τα τραύματα και τις αποσιωπήσεις της ιστορίας, όχι θεωρητικά, αλλά γιατί σε αφορούν προσωπικά, είναι θέμα ταυτότητας για σένα, το χωριό σου, την πόλη του, τη χώρα. Τολμούμε να πούμε ότι αυτό το βιβλίο δεν αφορά κυρίως εκείνον που συμφωνεί με τις θέσεις των συγγραφέων, αλλά εκείνον που δεν συμφωνεί, αλλά καλοπροαίρετα ψάχνει να βρει το όριο της διαφωνίας του.
Επιπλέον, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που μας επιστρέφει στην παράδοση του πολιτικού διαλόγου, του να διαβάζουμε για όσα συμβαίνουν, του να προβληματιζόμαστε. Ακούγεται κάπως λίγο αυτό, αλλά ας αναρωτηθούμε, πότε πήγαμε τελευταία φορά σε μία πολιτική εκδήλωση, πότε διαβάσαμε ένα βιβλίο ή ένα άρθρο που να μας άνοιξε ένα δρόμο; Κι αυτός ο δρόμος είναι και μία ακόμα αρετή αυτού του βιβλίου. Μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για το επόμενο ανάγνωσμα, για την επόμενη αναζήτηση. Γιατί προπολεμικά γίνονταν κρατικές απογραφές που ρωτούσαν συγκεκριμένα και τη γλώσσα που μιλάνε οι Έλληνες, τι έγινε στο χώρο που άφησε πίσω της η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τι έγραψε ο Μυριβήλης ή η Πηνελόπη Δέλτα, τι άλλαξε από την άλλη πλευρά των συνόρων, γιατί υπογράφηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία, τι είναι ωραίο ως μύθος αλλά και τι είναι χρήσιμο ως αλήθεια; Ο αναγνώστης καλείται να συνεχίσει το ταξίδι.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία των Ιωαννίνων στις 24 Μαΐου 2018