Ο «Γλάρος» από το Δημοτικό Θέατρο Ιωαννίνων και το Δημοτικό Θέατρο Λάρισας είναι μία ολοκληρωμένη θεατρική εμπειρία που ανταποκρίνεται στα ερωτήματα και τις ανάγκες του σήμερα
Ζούμε σε εποχές ματαιώσεων, απογοήτευσης, αδυναμίας. Έχουν καταρρεύσει οι συγκολλητικοί μύθοι και τα αφηγήματα πάνω στα οποία στήθηκαν οι εικόνες μας, αλλά και η αντίληψή μας για τον κόσμο, την κοινωνία, τη ζωή μας. Ή έτσι μας φαίνεται, έτσι αισθανόμαστε σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που μας κάνουν να αναθεωρούμε και να αναστοχαζόμαστε. Και συχνά η πραγματικότητα αλληλοπλέκεται με την αίσθηση που έχουμε γι’ αυτήν και όσα ζούμε μοιάζουν με αυτά που αισθανόμαστε και το αντίστροφο.
Ο «Γλάρος» του Τσέχωφ, από το Δημοτικό Θέατρο Ιωαννίνων και το Δημοτικό Θέατρο Λάρισας έρχεται ακριβώς σε μία περίοδο που και η ίδια τέχνη υποβάλλεται σε τέτοια ερωτήματα. Σε τι είναι χρήσιμη, ποιον εξυπηρετεί, γιατί υπάρχει η τέχνη;
Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Παρασκευόπουλος έκανε πρεμιέρα το Σάββατο στο «Καμπέρειο» σε μία κατάμεστη αίθουσα και χειροκροτήθηκε στο τέλος θερμά από τους θεατές που έφυγαν με μία γεύση ολοκληρωμένης εμπειρίας, κουβαλώντας τις δικές τους ερωτήσεις πια και με όσες απαντήσεις είχαν εγγραφεί σε κάποιες λέξεις, σιωπές, σε σώματα και χειρονομίες που κρατήθηκαν για ώρα μετέωρες στη σκηνή.
Στις μέρες μας, όλοι ξέρουν από θέατρο. Έχουμε δει παραστάσεις, η τηλεόραση δείχνει παραστάσεις ή ταινίες πάνω σε θεατρικά έργα, έχουμε μία επίγνωση του ρόλου των κλασικών συγγραφέων, μπορούμε έστω να λέμε με επάρκεια ότι ξέρουμε από θέατρο κι ας μην ξέρουμε. Πόσο εύκολα δεν αστειευόμαστε με το «Στη Μόσχα αδερφές μου, στη Μόσχα»;
Αναγκαιότητες
Η παράσταση πιάνει από το πρώτο λεπτό τον θεατή, ίσως και πιο πριν όταν ανακαλύπτεις ότι ο ταξιθέτης είναι και ηθοποιός, πιάνει όλους τους θεατές, γνώστες και μη, επαρκείς ή λιγότερο επαρκείς, βάζει το κοινό μπροστά και του αφηγείται την ιστορία.
Φίλε θεατή, τώρα θα δούμε Τσέχωφ. Που κι ο Τσέχωφ μάλλον δεν είχε καλοδεί την πρώτη παράσταση του έργου του και σας παρουσιάζουμε και τους ήρωες και τώρα παίζουμε το έργο του Τσέχωφ, αλλά σε λίγο οι ήρωες θα παίξουν κι αυτοί ένα δικό τους θεατρικό, δεν το βλέπουμε ακόμα γιατί είναι κλειστή η σκηνή πάνω στη σκηνή, αλλά προσέξτε γιατί στο διάδρομο περνάει μία ηθοποιός που δεν είναι ηθοποιός, αλλά ηρωίδα του Τσέχωφ, που ίσως να είναι και μία πραγματική κοπέλα που έχει όνειρα να παίξει στο θέατρο και να ζήσει συναρπαστικά. Παύση…
Οι τόνοι ίσως είναι λίγο ανεβασμένοι σε αυτήν την εισαγωγή και κάπως αμήχανα τα πρώτα λεπτά, αλλά από την άλλη, πρέπει να σπάσουν και οριογραμμές και στερεότυπα και έτοιμες εικόνες και προσμονές. Και σπάνε. Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος δεν κάνει πειραματικό θέατρο, ούτε καν εναλλακτικό. Παίρνει ένα κλασικό έργο, γιατί πιστεύει ότι έχει νόημα να ανεβεί σήμερα, γιατί μπορεί να συναντήσει το σύγχρονο κοινό μέσα από κλασικούς, αλλά και λιγότερο κλασικούς δρόμους. Και το πετυχαίνει, γιατί απαντά με δημιουργικό τρόπο στο πρώτο βασικό ερώτημα σήμερα στο θέατρο και την τέχνη; Σε τι χρειάζεται το θέατρο, ποιος είναι ο ρόλος του;
Ο θεατής ήδη από τη δεύτερη πράξη είναι βυθισμένος στο κείμενο και το έργο. Όλα κυλάνε πια. Ναι, έχουμε ένα δράμα στη σκηνή και ξέρετε τα ανθρώπινα δράματα είναι και γκροτέσκα και καμιά φορά μπορεί να γελάσεις με το πώς φέρονται οι άνθρωποι, πόσο αντιφατικοί είναι, πόσο τους φοβίζει ο θάνατος και τα γηρατειά, πόσο φτωχά και ποταπά μπορεί να γίνουν τα όνειρά τους. Κι εκεί πια το έργο έχει γίνει παράσταση, δεμένη με τους θεατές της, συν-κινούμαστε με τα πάθη των ηρώων κι αναρωτιόμαστε από μέσα μας πια, πόσο μας αφορούν. Στον νεαρό συγγραφέα βλέπουμε το παιδί μας, στη διάσημη ηθοποιό μητέρα του, τα λάθη μας ως γονείς, στον θείο δημόσιο υπάλληλο τις ματαιώσεις μας ή στο γιατρό το πόσο κυνικούς μας κάνει ο ορθολογισμός ενίοτε.
Αλλά κι όλα αυτά να μην συμβούν, η κίνηση από το κοινό προς την παράσταση είναι ενεργή, το έργο αποκαλύπτεται, μέγας ο Τσέχωφ, γράφει για όσα εννοούνται, οι διάλογοι μοιάζουν σαν κρύσταλλα πια στη σκηνή που μέσα τους καθρεφτίζονται ζωές και σχέσεις, απώλειες και κεκτημένα από την πείρα ενός χρόνου που τρέχει σαν το τρένο που περιμένει στο σταθμό, αλλά δεν εγγυάται δυστυχώς και ανέφελα ταξίδια. Παύση.
Η παράσταση όμως δεν είναι καλή μόνο γιατί είναι καλοδουλεμένη, γιατί διαθέτει μία πολύ καλή ομάδα ηθοποιών, γιατί όλο το έργο των συντελεστών από τα σκηνικά ως τη μουσική έχει κολλήσει σαν ένα αυτονόητο σύνολο. Όλα αυτά λειτούργησαν και είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης, αυτή η αίσθηση της πληρότητας.
Η νεότητα
Αλλά προς τι ο Τσέχωφ, γιατί ένα τέτοιο έργο σήμερα; Σίγουρα όχι γιατί μας ενδιαφέρει η αρχαιολογία της ζωής σε μία ρώσικη φάρμα στο τέλος του 19ου αιώνα. Αλλά, μεταξύ άλλων πολλών, γιατί πάνω από έναν αιώνα μετά, αναγνωρίζουμε σήμερα ότι είμαστε σε ένα ή πολλά μεταίχμια, ότι το μέλλον διαρκεί πολύ περισσότερο από όσο αντέχουμε, ότι η στυφή γεύση στο στόμα μας είναι από την αναγνώριση του γεγονότος πια ότι δεν ευτυχήσαμε, ότι δεν τρέξαμε πίσω από το όνειρό μας κι ότι ακόμα κι όταν το κυνηγήσαμε το είδαμε να συνθλίβεται σαν ένας σκοτωμένος γλάρος. Στην καλύτερη περίπτωση, αποσυρθήκαμε κοιτώντας να τα βγάλουμε πέρα όπως μπορούμε.
Μόνο που- προσοχή-, πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να μην τις φορτώσουμε σε όσους έρχονται πίσω μας. Η νεότητα, οι νέοι άνθρωποι, δεν είναι τα υποχείριά μας, δεν μπορούμε να παίζουμε μαζί τους, δεν γίνεται να τους απομυζούμε για να κρατιόμαστε εμείς ζωντανοί και νέοι έστω και στην όψη, με τα δόντια σφιγμένα επιτυχημένοι, επιζήσαντες, κραταιοί. Γιατί τελικά, αν δεν καταφέρουμε να διαπραγματευτούμε στοιχειωδώς τα χρέη μας με το χρόνο, αν δεν αναθεωρήσουμε το μέτρο της ευτυχίας και το τίμημα που έχουν τα όνειρα, αν συνεχίσουμε να επεκτείνουμε την ισχύ μας σε ένα δάνειο μέλλον, τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι στερούμε και λίγη ή πολλή από την ομορφιά, την τόλμη και την επιθυμία για ζωή των νέων παιδιών. Πώς μπορεί να πορευτεί η ζωή χωρίς τον ανθό της; Παύση.
Ένας άηχος πυροβολισμός μας πνίγει σε δίνες απαντήσεων που μας βρίσκουν ανέτοιμους. Θα έπρεπε όμως να είμαστε πιο προετοιμασμένοι, όλα τα σημάδια, οι λέξεις, οι χειρονομίες, τα σώματα, ήταν εκεί μπροστά μας τόσες ώρες. Η ηθοποιός επιστρέφει στη σκηνή για το χειροκρότημα του κοινού. Η ηρωίδα δεν ξέρουμε. Η παράσταση θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή.
Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία Ιωαννίνων