Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκ των υστέρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκ των υστέρων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Ένας Τσέχωφ που συναντά το κοινό του


Ο «Γλάρος» από το Δημοτικό Θέατρο Ιωαννίνων και το Δημοτικό Θέατρο Λάρισας είναι μία ολοκληρωμένη θεατρική εμπειρία που ανταποκρίνεται στα ερωτήματα και τις ανάγκες του σήμερα

Ζούμε σε εποχές ματαιώσεων, απογοήτευσης, αδυναμίας. Έχουν καταρρεύσει οι συγκολλητικοί μύθοι και τα αφηγήματα πάνω στα οποία στήθηκαν οι εικόνες μας, αλλά και η αντίληψή μας για τον κόσμο, την κοινωνία, τη ζωή μας. Ή έτσι μας φαίνεται, έτσι αισθανόμαστε σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που μας κάνουν να αναθεωρούμε και να αναστοχαζόμαστε. Και συχνά η πραγματικότητα  αλληλοπλέκεται με την αίσθηση που έχουμε γι’ αυτήν και όσα ζούμε μοιάζουν με αυτά που αισθανόμαστε και το αντίστροφο. 
Ο «Γλάρος» του Τσέχωφ, από το Δημοτικό Θέατρο Ιωαννίνων και το Δημοτικό Θέατρο Λάρισας έρχεται ακριβώς σε μία περίοδο που και η ίδια τέχνη υποβάλλεται σε τέτοια ερωτήματα. Σε τι είναι χρήσιμη, ποιον εξυπηρετεί, γιατί υπάρχει η τέχνη;
Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Παρασκευόπουλος έκανε πρεμιέρα το Σάββατο στο «Καμπέρειο» σε μία κατάμεστη αίθουσα και χειροκροτήθηκε στο τέλος θερμά από τους θεατές που έφυγαν με μία γεύση ολοκληρωμένης εμπειρίας, κουβαλώντας τις δικές τους ερωτήσεις πια και με όσες απαντήσεις είχαν εγγραφεί σε κάποιες λέξεις, σιωπές, σε σώματα και χειρονομίες που κρατήθηκαν για ώρα μετέωρες στη σκηνή.
Στις μέρες μας, όλοι ξέρουν από θέατρο. Έχουμε δει παραστάσεις, η τηλεόραση δείχνει παραστάσεις ή ταινίες πάνω σε θεατρικά έργα, έχουμε μία επίγνωση του ρόλου των κλασικών συγγραφέων, μπορούμε έστω να λέμε με επάρκεια ότι ξέρουμε από θέατρο κι ας μην ξέρουμε. Πόσο εύκολα δεν αστειευόμαστε με το «Στη Μόσχα αδερφές μου, στη Μόσχα»;

Αναγκαιότητες

Η  παράσταση πιάνει από το πρώτο λεπτό τον θεατή, ίσως και πιο πριν όταν ανακαλύπτεις ότι ο ταξιθέτης είναι και ηθοποιός, πιάνει όλους τους θεατές, γνώστες και μη, επαρκείς ή λιγότερο επαρκείς, βάζει το κοινό μπροστά και του αφηγείται την ιστορία. 
Φίλε θεατή, τώρα θα δούμε Τσέχωφ. Που κι ο Τσέχωφ μάλλον δεν είχε καλοδεί την πρώτη παράσταση του έργου του και σας παρουσιάζουμε και τους ήρωες και τώρα παίζουμε το έργο του Τσέχωφ, αλλά σε λίγο οι ήρωες θα παίξουν κι αυτοί ένα δικό τους θεατρικό, δεν το βλέπουμε ακόμα γιατί είναι κλειστή η σκηνή πάνω στη σκηνή, αλλά προσέξτε γιατί στο διάδρομο περνάει μία ηθοποιός που δεν είναι ηθοποιός, αλλά ηρωίδα του Τσέχωφ, που ίσως να είναι και μία πραγματική κοπέλα που έχει όνειρα να παίξει στο θέατρο και να ζήσει συναρπαστικά. Παύση…
Οι τόνοι ίσως είναι λίγο ανεβασμένοι σε αυτήν την εισαγωγή και κάπως αμήχανα τα πρώτα λεπτά, αλλά από την άλλη, πρέπει να σπάσουν και οριογραμμές και στερεότυπα και έτοιμες εικόνες και προσμονές. Και σπάνε. Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος δεν κάνει πειραματικό θέατρο, ούτε καν εναλλακτικό. Παίρνει ένα κλασικό έργο, γιατί πιστεύει ότι έχει νόημα να ανεβεί σήμερα, γιατί μπορεί να συναντήσει το σύγχρονο κοινό μέσα από κλασικούς, αλλά και λιγότερο κλασικούς δρόμους. Και το πετυχαίνει, γιατί απαντά με δημιουργικό τρόπο στο πρώτο βασικό ερώτημα σήμερα στο θέατρο και την τέχνη; Σε τι χρειάζεται το θέατρο, ποιος είναι ο ρόλος του; 
Ο θεατής ήδη από τη δεύτερη πράξη είναι βυθισμένος στο κείμενο και το έργο. Όλα κυλάνε πια. Ναι, έχουμε ένα δράμα στη σκηνή και ξέρετε τα ανθρώπινα δράματα είναι και γκροτέσκα και καμιά φορά μπορεί να γελάσεις με το πώς φέρονται οι άνθρωποι, πόσο αντιφατικοί είναι, πόσο τους φοβίζει ο θάνατος και τα γηρατειά, πόσο φτωχά και ποταπά μπορεί να γίνουν τα όνειρά τους. Κι εκεί πια το έργο  έχει γίνει παράσταση, δεμένη με τους θεατές της, συν-κινούμαστε με τα πάθη των ηρώων κι αναρωτιόμαστε από μέσα μας πια, πόσο μας αφορούν. Στον νεαρό συγγραφέα βλέπουμε το παιδί μας, στη διάσημη ηθοποιό μητέρα του, τα λάθη μας ως γονείς, στον θείο δημόσιο υπάλληλο τις ματαιώσεις μας ή στο γιατρό το πόσο κυνικούς μας κάνει ο ορθολογισμός ενίοτε. 
Αλλά κι όλα αυτά να μην συμβούν, η κίνηση από το κοινό προς την παράσταση είναι ενεργή, το έργο αποκαλύπτεται, μέγας ο Τσέχωφ, γράφει για όσα εννοούνται, οι διάλογοι μοιάζουν σαν κρύσταλλα πια στη σκηνή που μέσα τους καθρεφτίζονται ζωές και σχέσεις, απώλειες και κεκτημένα από την πείρα ενός χρόνου που τρέχει σαν το τρένο που περιμένει στο σταθμό, αλλά δεν εγγυάται δυστυχώς και ανέφελα ταξίδια. Παύση. 
Η παράσταση όμως δεν είναι καλή μόνο γιατί είναι καλοδουλεμένη, γιατί διαθέτει μία πολύ καλή ομάδα ηθοποιών, γιατί όλο το έργο των συντελεστών από τα σκηνικά ως τη μουσική έχει κολλήσει σαν ένα αυτονόητο σύνολο. Όλα αυτά λειτούργησαν και είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης, αυτή η αίσθηση της πληρότητας. 

Η νεότητα

Αλλά προς τι ο Τσέχωφ, γιατί ένα τέτοιο έργο σήμερα; Σίγουρα όχι γιατί μας ενδιαφέρει η αρχαιολογία της ζωής σε μία ρώσικη φάρμα στο τέλος του 19ου αιώνα. Αλλά, μεταξύ άλλων πολλών, γιατί πάνω από έναν αιώνα μετά, αναγνωρίζουμε σήμερα ότι είμαστε σε ένα ή πολλά μεταίχμια, ότι το μέλλον διαρκεί πολύ περισσότερο από όσο αντέχουμε, ότι η στυφή γεύση στο στόμα μας είναι από την αναγνώριση του γεγονότος πια ότι δεν ευτυχήσαμε, ότι δεν τρέξαμε πίσω από το όνειρό μας κι ότι ακόμα κι όταν το κυνηγήσαμε το είδαμε να συνθλίβεται σαν ένας σκοτωμένος γλάρος. Στην καλύτερη περίπτωση, αποσυρθήκαμε κοιτώντας να τα βγάλουμε πέρα όπως μπορούμε. 
Μόνο που- προσοχή-, πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να μην τις φορτώσουμε σε όσους έρχονται πίσω μας. Η νεότητα, οι νέοι άνθρωποι, δεν είναι τα υποχείριά μας, δεν μπορούμε να παίζουμε μαζί τους, δεν γίνεται να τους απομυζούμε για να κρατιόμαστε εμείς ζωντανοί και νέοι έστω και στην όψη, με τα δόντια σφιγμένα επιτυχημένοι, επιζήσαντες, κραταιοί. Γιατί τελικά, αν δεν καταφέρουμε να διαπραγματευτούμε στοιχειωδώς τα χρέη μας με το χρόνο, αν δεν αναθεωρήσουμε το μέτρο της ευτυχίας και το τίμημα που έχουν τα όνειρα, αν συνεχίσουμε να επεκτείνουμε την ισχύ μας σε ένα δάνειο μέλλον, τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι στερούμε και λίγη ή πολλή από την ομορφιά, την τόλμη και την επιθυμία για ζωή των νέων παιδιών. Πώς μπορεί να πορευτεί η ζωή χωρίς τον ανθό της; Παύση. 
Ένας άηχος πυροβολισμός μας πνίγει σε δίνες απαντήσεων που μας βρίσκουν ανέτοιμους. Θα έπρεπε όμως να είμαστε πιο προετοιμασμένοι, όλα τα σημάδια, οι λέξεις, οι χειρονομίες, τα σώματα, ήταν εκεί μπροστά μας τόσες ώρες. Η ηθοποιός επιστρέφει στη σκηνή για το χειροκρότημα του κοινού. Η ηρωίδα δεν ξέρουμε. Η παράσταση θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία Ιωαννίνων

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Τίποτα δεν ανθίζει στον κόσμο της ματαίωσης


Ο «Ορέστης» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας ανέβηκε το καλοκαίρι ως μία καθαρή φωνή υπεράσπισης του ανοιχτών προσδοκιών και της νεανικής ελπίδας, σε έναν άναρθρο κόσμο που μετεωρίζεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει προ πολλού στο κενό



Να λες την αλήθεια, να έχεις αξίες και αρχές να συμβάλλεις στο κοινό καλό. Ο πολίτης φτιάχνεται μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο προτροπών και επιταγών κι όσο ανοίγει η εικόνα, όσο από το ατομικό περνάμε στο συλλογικό έρχεται πιο κοντά και η έννοια της πόλης.
Τότε γιατί τόσος πόνος, γιατί ο Ορέστης κείτεται σχεδόν νεκρός σε ένα κρεβάτι στο μέσο της σκηνής; Γιατί η Ηλέκτρα μοιρολογεί, γιατί πενθεί;
Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη που ανεβάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας φέτος με παράσταση και στην αρχαία Δωδώνη, ξεκινά ξεγελώντας τον θεατή, καθησυχάζοντάς τον ότι το θεατρικό σύμπαν, το δράμα που θα δει να εκτυλίσσεται μπροστά του, θα θέσει για μία ακόμα φορά το θέμα της ανθρώπινης ύπαρξης και του δέοντος και στο τέλος θα έρθει η κάθαρση με τους κανόνες θεών και ανθρώπων.
Ο Ορέστης σκότωσε την Κλυταιμνήστρα γιατί πρόδωσε τον Αγαμέμνονα, τον πατέρα του. Τι θα έκανε στη θέση του ο κάθε γιος; Γιατί όμως έκτοτε μοιάζει σαν να κατέρρευσε εντός του; Οι ενοχές προφανώς, οι Ερινύες τον κυνηγούν. Ή μήπως έκανε λάθος;
Η πόλη, μαθαίνουμε ότι δεν συμφωνεί με αυτήν την πράξη και θα τιμωρήσει τον Ορέστη και την Ηλέκτρα γιατί παρέβησαν τους νόμους. Ακόμα και σε αυτό το σημείο, υπάρχει ακόμα κάτι γνώριμο, η σύγκρουση αξιών, η διαφορά ίσως του παλιού με τον νέο κόσμο.
Η Ελένη όμως θα προκαλέσει με την εμφάνισή της, το πρώτο ρήγμα στην κανονικότητα. Πρόκειται για τη γνωστή Ελένη του μύθου, που για χάρη της στον πραγματικό κόσμο έγινε ο Τρωικός Πόλεμος. Θα την δούμε στη σκηνή για λίγο, λίγη, κυνική, σαρκαστική. Πέθαναν τόσοι άνθρωποι, διαλύθηκαν ζωές, χάθηκαν γενιές ολόκληρες νέων, «για μια Ελένη».
Μα «γι’ αυτήν την Ελένη» έγιναν όλα αυτά; Μπορεί η πόλη να θεωρεί ότι η υπόθεση του Ορέστη είναι απλώς ένα προσωπικό θέμα, ένα ατομικό έγκλημα;
Και η πόλη, η δημοκρατία, καταλαμβάνει τη σκηνή. Ο διάλογος του άρχοντας Τυνδάρεως με τον μεγάλο νικητή του πολέμου Μενέλαο, αποκαλύπτει σταδιακά, ότι πάνω από όλα βρίσκεται το συμφέρον της εξουσίας. Ο Ορέστης πρέπει να πεθάνει γιατί αμφισβητεί τα κυρίαρχα, θέτει στην ουσία και την πράξη θέμα για τα «καλώς καμωμένα». Αν όποιος θέλει σκοτώνει και δολοφονεί, τότε πώς θα επιβληθεί ο νόμος; Κράτος είναι όποιος ορίζει τη νόμιμη ή μη βία.
Σωστό ακούγεται και είναι αυτό. Θεμέλιο της δημοκρατίας το δίκαιο. Αλλά και πάλι το θέμα δεν είναι μόνο εκεί. Γιατί ο Ορέστης με την πράξη του, υπονοεί ότι ο πόλεμος δεν ήταν τελικά και τόσο δίκαιος, ότι έπληξε την πόλη και τις αξίες της, ότι προκάλεσε πολλά χειρότερα από όσα πήγε να καταστείλει αρχικά «για μια Ελένη».
Οπότε, αν επιτραπεί να ζήσει ο Ορέστης είναι σαν να αμφισβητείται η κρίση της εξουσίας, η ίδια η εξουσία, η τάξη πραγμάτων. Άρχοντες με πολλά συμφέροντα να διακυβεύονται και πολίτες πρόθυμοι να εθελοτυφλούν, δεν θα αφήσουν περιθώρια να τιναχτούν όλα στον αέρα για δύο παιδιά που ψάχνουν το δίκιο τους.


Το δράμα οδεύει προς το τέλος του. Ο Ευριπίδης θα δώσει λύσεις για να ικανοποιηθούν όλοι οι θεατές, σαν να έφευγαν από ένα πιο ελαφρύ έργο, σαν από μία κωμωδία. Καμιά φορά, όμως, το θέατρο μπορεί να σε κάνει να ταυτιστείς με τα διλήμματα των ηρώων και να δεις αλλιώς την πόλη σου γύρω. Ή μήπως γι’ αυτό και γράφτηκε και το έργο; Το ιστορικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο ανέβηκε ο «Ορέστης» στην αρχαία Αθήνα έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι γνωστό και για το σημερινό θεατή. Το μόνο που ίσως πρέπει να γνωρίζει, είναι ότι και εκείνοι οι θεατές, όπως και ο ίδιος ο Ευριπίδης ήταν γνώστες και της δραματουργίας και των πολιτικών θεμάτων της εποχής τους.
Θα ήταν παρήγορο για όλους, να μέναμε στην αρχή του έργου, όταν τα υπαρξιακά διλήμματα συναντούν τον κόσμο των αντιφάσεων στις σύγχρονες πόλεις. Θα ήταν καλύτερο να ήταν και το θέατρο σήμερα, ένας κανόνας, κάτι σαν μύστης της ύπαρξης, να μας δίνει στο πιάτο έτοιμες γεύσεις, οδηγίες για το πώς πρέπει να ζούμε. Αλλά αυτός ο «Ορέστης» και τότε που γράφτηκε και τώρα που ξανανεβαίνει, μάλλον ήθελε το αντίθετο.
Θέλει να μας δείξει, ότι δεν υπάρχει τίποτα να πατήσουμε, ότι τα ρήγματα έχουν γίνει τεράστια χάσματα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ατομική λύτρωση όταν δεν μπορεί να λειτουργεί και η συλλογική μας ζωή, ότι δεν υπάρχει παρηγοριά, διαφυγή, ξεφεύγοντας, κάνοντας ότι δεν βλέπεις την κατάρρευση, την αποδόμηση γύρω σου. Δεν μπορείς να επικαλείσαι τις αρχές σου, όταν αποτελείς μέρος μιας κοινωνίας χωρίς αρχές, μιας πόλης που αυτοϋπονομεύεται καταργώντας κάθε αρχή και κανόνα, ανάλογα με τη συγκυρία και τα συμφέροντα που χειραγωγούν τη δημοκρατία και τη μετατρέπουν σε ξόανο, σε μάσκα.


Η παράσταση του ΚΘΒΕ, κατάφερε μέσα στο καλοκαίρι να κερδίσει παράσταση με παράσταση τους θεατές της. Είναι μία έντιμη, τολμηρή, καθαρή φωνή σε μια εποχή που χρειαζόμαστε το θέατρο και την τέχνη ως κινητήρια δύναμη. Όλα λειτουργούν στη σκηνή (και το σκηνικό και η μουσική και πρωτίστως οι εξαιρετικές ερμηνείες), σαν μία συγκροτημένη, ολοκληρωμένη πρόταση πάνω στο ίδιο το έργο, αλλά και πάνω στις προκλήσεις της εποχής. Γιατί να κάνεις θέατρο σήμερα αν δεν μπορείς να ανταποκριθείς σε αυτές τις προκλήσεις;
Ο Γιάννης Αναστασάκης, σκηνοθετεί τον «Ορέστη» σαν ένα πολιτικό θρίλερ για ένα διαλυμένο κόσμο, για τη σύγκρουση δύο και παραπάνω διαλυμένων κόσμων. Όλες οι πλευρές μοιάζουν να έχουν δίκιο. Και ο Ορέστης και η πόλη προτάσσουν το δίκιο τους. Όταν όμως όλοι έχουν δίκιο, αλλά αρνούνται να βρουν τη σύνθεση, την ενότητα, τότε κανείς δεν έχει δίκιο.
Και δεν υπάρχει τέλος, γιατί έχει καταστραφεί και το παρελθόν. Δεν ξεκίνησε σήμερα το πρόβλημα, μην γελιόμαστε. Το παλάτι δεν είναι υπό κατασκευή, όπως υπονοεί το σκηνικό, αλλά είναι υπό διάλυση. Ποιος λογικός άνθρωπος θα ξεκινούσε δέκα χρόνια πριν έναν πόλεμο «για μια Ελένη»; Ή μήπως είναι ακριβώς αυτή η «λογική» που συγκροτεί τις κοινωνίες, που είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση;
Και δεν είναι τελικά παράλογο που οι πρώτοι που διαισθάνονται την πιο βαθιά ρήξη είναι οι νέοι άνθρωποι. Η μικρή Ηλέκτρα που χάνει τις λέξεις της γιατί δεν βρίσκει νόημα. Που προσπαθεί να βρει νόημα ακολουθώντας το δίκιο που την πνίγει. Ακούγεται τόσο ξεκάθαρο αυτό το δίκιο από το στόμα του Πυλάδη: Μας πνίγουν όλοι αυτοί, θα τους πνίξουμε κι εμείς, θα βάλουμε φωτιά και θα τα κάψουμε όλα. Όμως καμιά βία δεν βρήκε λύτρωση απέναντι στη βία. Κανένας φόνος, καμιά απώλεια, δεν μπόρεσε ποτέ να προσθέσει, να φέρει την ελπίδα.
Το αδιέξοδο είναι πλήρες. Ο «Ορέστης» είναι μια βαθιά απαισιόδοξη ματιά σε έναν κόσμο που έχει εγκλωβιστεί μέσα στην ευημερία,  τη ματαιοδοξία και την αλαζονεία, μην μπορώντας να προσφέρει πια κανένα δρόμο κάθαρσης, αυτοεκπλήρωσης και ικανοποίησης προς τους ανθρώπους. Μένει μόνη να αιωρείται μια έγνοια για τα νέα παιδιά, για τη νεότητα που θέλει να ζήσει τα όνειρά της, να γνωρίσει τη φιλία, την αλληλεγγύη, τον έρωτα, αλλά συναντά μόνο τείχη, ματαιώσεις, απογοήτευση. Θα ανοίξει ένας δρόμος γι’ αυτούς τους νέους ή θα περιμένουμε κάθιδροι μία ακόμα «λύση» από τους από μηχανής θεούς;

Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία Ιωαννίνων

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Ακόμα δεν χωράμε πουθενά

Να πούμε και μια μπαλάντα μαζί, είπε ο Γιάννης Αγγελάκας, το Σάββατο το βράδυ στα Γιάννενα σε ένα θερμό κοινό που δεν σταμάτησε να του φωνάζει ότι «είναι ωραία στον παράδεισο». Και είπαν την «ταξιδιάρα ψυχή»,  ή καλύτερα την είπε μόνος του ο κόσμος. Κι έτσι λύθηκε και το πρόβλημα με τις Τρύπες στις συναυλίες του.

Όταν έκανε την αλλαγή στο ύφος του και στις νέες του διαδρομές στη μουσική ο Αγγελάκας κι άφησε πίσω του το σπουδαίο συγκρότημα, πολλά νέα παιδιά του ζητούσαν επίμονα στις συναυλίες να παίξει «κάτι από το Τρύπες». Πέρασε ο καιρός, έγραψε κι έπαιξε πολλά νέα τραγούδια και μουσικές που τα ξέρουν νεράκι πια οι φίλοι του, και τώρα μπορούν μαζί να πουν όντως και μερικά παλιά τραγούδια.

Κι έχει ενδιαφέρον που ακόμα και σήμερα μπορεί να δονήσει  μια αίθουσα μια «ταξιδιάρα ψυχή» που αλλού έμοιαζε να ταξιδεύει το ’80 κι αλλού σήμερα, αλλά φαίνεται να συναντά πάντα το ίδιο ερώτημα: Πού χωράνε όλα αυτά τα παιδιά, πού χωράμε όλοι μας σε τούτον τον άξενο κόσμο;

Ο Γιάννης Αγγελάκας είναι η φωνή παραπάνω από μιας γενιάς νέων, ανθρώπων που μεγαλώνουν μαζί του και συμβιώνουν πια στην ίδια αίθουσα, εμείς οι παλιότεροι πίσω πίσω, οι πολύ νεότεροι μπροστά με σηκωμένες τις γροθιές. Κι οι μουσικές του βρίσκουν διαρκώς τους δρόμους να περνάνε μέσα από τα ποτάμια όλων μας.

Κι αν γίνονται στις μέρες μας πιο «σκληρές» και πιο «δυνατές» είναι προφανώς γιατί μας φαίνεται πολύ πιο σκληρός κι ο κόσμος όταν κλείνουν τα φώτα και βγαίνουμε έξω στο κρύο. 

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ερώτημα και απάντηση μόνον ο άνθρωπος- Για την παράσταση «Επτά επί Θήβας» του ΚΘΒΕ


Με ένα πολύ δυνατό χειροκρότημα που κράτησε για αρκετά λεπτά, υποδέχθηκε το γιαννιώτικο κοινό την παράσταση «Επτά επί Θήβας» που έφερε στο ανοιχτό θέατρο της ΕΗΜ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας. Επιβράβευσε έτσι, τη δουλειά όλων αυτών των ανθρώπων που ανέλαβαν να παρουσιάσουν αυτό το μάλλον δύστροπο κείμενο στο οποίο τα περισσότερα εννοούνται και περιγράφονται χωρίς να είναι παρόντα στη σκηνή. 
Το θεατρόφιλο κοινό που επιμένει κάθε χρόνο να παρακολουθεί αρχαίο δράμα, γίνεται πλέον ένας παράγοντας κι αυτός της παράστασης κατά κάποιον τρόπο. 
Οι αρχαίες τραγωδίες παίζονται συνέχεια στη χώρα μας, αποτελούν σχολικά αναγνώσματα, είναι σημεία αναφοράς στην πολιτική και κοινωνική συγκυρία, ταυτίζονται με το καλλιτεχνικό μας καλοκαίρι στα ανοιχτά θέατρα ανά την επικράτεια. Υπό κάποια έννοια, είναι αδύνατον να ανεβάσεις πια μία παράσταση αρχαίου δράματος χωρίς να λαμβάνεις υπόψη το κοινό. Το πώς θα το μετρήσεις και πώς θα σε επηρεάσει είναι άλλη ιστορία. 
Ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις στην προκειμένη περίπτωση καταφέρνει να παρουσιάσει μία ολοκληρωμένη παράσταση με ευδιάκριτες τις αναγνώσεις του στο κείμενο του Αισχύλου και μία συντεταγμένη και μελετημένη προσπάθεια συνομιλίας με το κοινό, που βρίσκει το δρόμο της. Ας μην ξεχνάμε, ότι μιλάμε για θέατρο, για μία ζώσα τέχνη του σήμερα και όχι με μία φιλολογική ανάγνωση ενός αρχαίου τεκμηρίου ή μία έρευνα πάνω σε ένα κείμενο. Πολλοί θεατές το ξεχνάνε αυτό.
Ως θεατρική παράσταση συνεπώς οι «Επτά επί Θήβας» του ΚΘΒΕ είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς μπορεί να παρουσιαστεί σήμερα η τραγωδία του Αισχύλου και έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό για το ευρύ κοινό, ακόμα και για τους μη Έλληνες. Τα σημάδια της είναι ευδιάκριτα για κάθε θεατή, ανεξάρτητα γλώσσας, ιδεολογίας ή πολιτικών αντιλήψεων σήμερα. 

Συναντήσεις
Σε τρία σημεία της παράστασης, που συνοδεύονται κι από μερικές έξοχες σκηνές, διακρίνονται τα ανοίγματα της παράστασης που επιτρέπουν στον τραγικό λόγο να συναντήσει και τον θεατή στις κερκίδες.
Αρχικά, οι γυναίκες, μαθημένες μέσα στο χρόνο να συλλαμβάνουν τα μηνύματα που στέλνει η βία πριν ξεσπάσει, είναι ανήσυχες και φοβισμένες για την επιθετικότητα του στρατού που πολιορκεί τα τείχη. Αγριεμένες, με τραχιά φωνή, με αγκυλωμένα σώματα που αναζητούν διαφυγές, οριοθετούν τον κύκλο. Ο θάνατος είναι εδώ… Σιγά σιγά περνάνε στο θρήνο, στο μοιρολόγημα του αναπόφευκτου που είναι η μοίρα τους, θύματα του πολέμου και της εξουσίας που δεν υπολογίζει τις ζωές κανενός στο δρόμο για την ισχύ και την κυριαρχία.
Ο βασιλιάς στη συνέχεια, φοβάται και ο ίδιος μαθαίνοντας ότι οι επτά πύλες της πόλης του καταλαμβάνονται από πανίσχυρους εχθρούς. Πιάνεται από ό,τι μπορεί, βγάζει μπροστά τους δικούς του, ξεθάβει τα παλιά όπλα. Δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτήν τη μοιραία σύγκρουση. Τι γελοίος όμως είναι ο πόλεμος;  Πόσο κωμικός γίνεται ο άνθρωπος που ντύνεται με πανοπλίες και ασπίδες και πάει να πολεμήσει… Ποιον να πολεμήσει; Ποιον να νικήσει; Χάσει, νικήσει, η μοίρα του δεν είναι ο θάνατος, κάποια στιγμή, «δύο μέτρα γης, στενής»; Κι όμως,  το αίτημα της ζωής ποτέ δεν υποχωρεί. Οι άνθρωποι θα βυθιστούν βαθιά στην πρωταρχική τους ύλη, στην εκκίνηση των πάντων, την ανάγκη να επιβιώσουν πάση θυσία. Η βακχική τους μύηση στο πρωτόγονο, οι ήχοι αρχέγονων καλεσμάτων, ο χτύπος του σώματος που πάλλεται. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει όσο σκοτεινός χωράει για να κερδίσει ένα λεπτό ακόμα ζωής.
Ο βασιλιάς Ετεοκλής, σαν έμβρυο που ξυπνάει, σαν άνθρωπος που επαναλαμβάνει τη γέννα του ξανά και ξανά, σηκώνεται να αντιμετωπίσει τη μοίρα του. Αλλά τώρα, δεν αρκεί απλώς να πολεμήσει τον εχθρό μαζί με τον λαό του που είναι κι αυτός έτοιμος πια να σταθεί πλάι του όπως μπορεί. Τώρα, στη μία πύλη στέκεται ο αδερφός του. Τον αδερφό του πρέπει να σκοτώσει αν θέλει να ζήσει ο ίδιος. 
Τον εαυτό του πρέπει να σκοτώσει. Πώς αλλιώς; Αυτή δεν είναι η κατάρα του Οιδίποδα που κληρονόμοι του είμαστε όλοι κι όχι μόνοι οι δύο διάδοχοί του; Από τη σκοτεινή μήτρα γεννημένοι για τα πάντα και για το τίποτα. Γεννιόμαστε για να αρχίσουμε το δρόμο προς το θάνατο. Και σε κάθε μας βήμα η ερώτηση και η απάντηση είναι πάντα ο άνθρωπος. 
Τα δύο αδέρφια θα μονομαχήσουν πάνω στη σκηνή, χωρίς κείμενο, εκτός κειμένου, δεν έχουν σημασία πια οι λέξεις, τα σώματα μόνο, που στο τέλος θα απομείνουν όρθια, στα δύο τους πόδια το καθένα, αλλά χωρίς ζωή. Το σώμα μας είναι η πιο χειροπιαστή απόδειξή μας ότι ζούμε, ότι υπάρχουμε και υπήρξαμε. Γι’ αυτό και οι νικητές, πάντα φροντίζουν να οριοθετούν το σώμα, να ορίζουν ακόμα και τις συνθήκες της ταφής του. Ο κήρυκας, βέβαιος πια ότι τη γλύτωσε, ότι τον κέρδισε τον θάνατο μαζί με το λαό του, θα επιβάλλει την ταφή μόνο για τον Ετεοκλή ενώ  ο προδότης Πολυνείκης θα πρέπει να μείνει άταφος. Η πόλη διχάζεται. Το παιχνίδι ξεκινάει από την αρχή. Όλα από την αρχή, σαν μην έμαθε τίποτα ποτέ κανένας, σαν μην κατάλαβε τι έγινε κανείς σε αυτήν την πόλη. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι θα ζουν αιώνια σαν τους θεούς τους. Τώρα οι θεοί είναι δικοί μας, με το μέρος μας. Μόνο η Αντιγόνη μιλάει παράταιρα, και μνημονεύει ακόμα την υποχρέωση να σεβόμαστε το σώμα του ανθρώπου, τον άνθρωπο, την ύπαρξή του ως μνήμη ακόμα κι όταν φεύγει. Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, όπως έχει γράψει κι ένας άνθρωπος που γνώριζε από τον τρόπο που διαχειρίζονται οι εξουσίες τους ανθρώπους.

Ο πόλεμος

Δεν μπορείς να μην κάνεις μερικές σκέψεις για τον πόλεμο και πόσο άδικος είναι, πόσο φοβερός είναι και τελικά και πόσο φρέσκος και νεανικός στα μάτια των ανθρώπων. Ξανά και ξανά, ο πόλεμος επιλέγεται για να «λύσει» όσα δεν κατάφερε να ξεμπλέξει ο ειρηνικός βίος. Αν η βία κρατιέται τόσο νέα στην ιστορία των ανθρώπων, δεν σημαίνει κι ότι κάτι βαθύ και σκοτεινό κυριαρχεί μέσα τους;
Και είναι και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο εμφύλιος που δεν έρχεται από ένα ακατανόητο και δήθεν απροσδιόριστο σύμπαν έξω από τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά πηγάζει ακριβώς από τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις και τις δυναμικές που επί δεκαετίες συμπιέζονται μέσα στις κοινωνίες. Κι ο εμφύλιος, ακριβώς γιατί είναι ένας πόλεμος κατά του εαυτού, είναι πολύ πιο σκληρός και αιμάτινος από κάθε άλλο πόλεμο.
Δεν μπορείς να μην σκεφτείς, τον ελληνικό εμφύλιο, ή κάνοντας ένα μικρό άλμα, τον τρόπο που διάβαζε την ελληνική ιστορία ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον «Θίασο», μέσα από την αρχαία τραγωδία. 

Στο τέλος, πρέπει να ανορθωθείς, να βγεις από αυτό το σκοτεινό πλαίσιο της ταύτισης και της υπαρξιακής αγωνίας που σου υποβάλλει το έργο. Η παράσταση έδωσε διαφυγές, μέσα από την πολύ καλή αντίστιξη της μουσικής, τις ωραίες ερμηνείες του χορού και τον καθαρό λόγο της μετάφρασης, τη στιβαρή παρουσία του Ετεοκλή στο κέντρο της σκηνής. Το φινάλε είναι δύσκολο. Οι τραγικοί ήρωες αδυνατούν να κινηθούν. Αν κινηθούν, θα κάνουν κατά πάσα πιθανότητα τις ίδιες διαδρομές, τα ίδια λάθη. Μέχρι να βρει ο άνθρωπος το δρόμο της απελευθέρωσής του. Μέχρι…
Εμείς σηκωνόμαστε και χειροκροτούμε ευγενικά τους ηθοποιούς, για αυτόν τον παράδοξο δρόμο που έχουν διαλέξει στη ζωή τους, να πρέπει να παίρνουν άλλους ανθρώπους από το χέρι και να τους οδηγούν στα κατάβαθα της ύπαρξης.

Το δημοσίευσα στην εφημερίδα Ελευθερία των Ιωαννίνων στις 26.8.2016

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Είμαστε οι καλύτεροι μέσα στον κόσμο μας

Κάνεις μία κουβέντα με κάποιον που ξέρει πολλά, αλλά κάποια στιγμή καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν θέματα που τα αγνοεί τελείως. Δεν είναι απλό… Ανοίγεις μία συζήτηση για τα άστρα και τη διαστημική τεχνολογία και ο συνομιλητής σου σε εκπλήσσει με τις γνώσεις του. Μόλις πας όμως να συζητήσεις το πρόβλημα της λίμνης μας ας πούμε, εκεί πέφτεις σε κενό, λες και δεν υπάρχει πρόβλημα.
Κι ακόμα χειρότερα. Ο απέναντι είναι πολύ προοδευτικός σε θέματα οικολογίας και σε εντυπωσιάζουν οι θέσεις του για την ενέργεια από τον ήλιο ή τη βιώσιμη μετακίνηση στην πόλη με ποδήλατα, αλλά μόλις πιάσεις το προσφυγικό ακούς κλασσικές ακροδεξιές θέσεις, τύπου ας κάτσουν σπίτι τους οι πρόσφυγες και κάποτε πρέπει να νιώσουν ότι υπάρχουν σύνορα στην Ευρώπη. Οικολογία μεν αλλά να μην πολυανακατωνόμαστε και μεταξύ μας.
Αν αφαιρέσουμε από μπροστά μας το θέμα των σκοπιμοτήτων και δεχτούμε ότι όλοι είναι καλοπροαίρετοι, τότε πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχει ένα πρόβλημα με τους κόσμους που ο καθένας μας είναι κλεισμένος. Κι είναι ακόμα μεγαλύτερο όταν αρνούμαστε να γνωρίσουμε και τους άλλους κόσμους που είναι δίπλα μας.
Γιατί είναι όντως πρόβλημα να μην καταλαβαίνεις ότι υπάρχουν κι άλλοι τρόποι σκέψης κι άλλοι τρόπο ζωής, πέρα από τον δικό σου. Γιατί εν τέλει είναι πρόβλημά σου να νομίζεις ότι το μικρό σου σύμπαν μπορεί να χωρέσει και τη ζωή των άλλων.

Και τελικά είναι και μία αποτυχία της εκπαίδευσης να μην σε έχει πείσει για την ολότητα και να σου έχει επιτρέψει να αποθεώνεις το δικό σου κύκλο και μόνο. 

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2016

Το κάπνισμα πέρα από την κανονικότητα

Το κάπνισμα δεν μειώνεται στην Ελλάδα- αν και έχει καθοδική πορεία- γιατί δεν αποτελεί για όλους «εθισμό», ασθένεια ή κατάχρηση, όπως περιγράφεται επιστημονικά. Αντίθετα είναι μία «κανονική» συνήθεια ενός κανονικού τρόπου ζωής. Αν ψάξτε τις φωτογραφίες του πρόσφατου παρελθόντος θα δείτε ότι για έναν άνδρα επιβάλλονταν να καπνίζει για να έχει μία υπόσταση. Αυτό είναι λίγο πολύ γνωστό. Το ερώτημα είναι γιατί δεν καταφέραμε να το αλλάξουμε αυτό ριζικά, εκεί που σε άλλες κοινωνίες, πιο προηγμένες έγινε πιο εύκολα. Γιατί δεν καταφέραμε να δείξουμε ότι το κάπνισμα είναι κάτι έξτρα, μία επιλογή που δεν είναι φυσιολογική αλλά έχει να κάνει με τις επιθυμίες των ανθρώπων- έστω να περιορίσουμε τις επιθυμίες που δεν είναι φυσιολογικές όσο ενοχλούν άλλους δίπλα μας.

Ίσως γιατί μας ήταν δύσκολο να καταλάβουμε το πρόβλημα της κανονικότητας. Έχει να κάνει σίγουρα με συντηρητικά στερεότυπα τύπου ποιος είναι άνδρας και ποιος δεν είναι. Αλλά κι όταν αυξήθηκε η χρήση στις γυναίκες πάλι το κάπνισμα μπλέχτηκε με άλλες αξίες όπως η χειραφέτηση από τα πρέπει της εποχής.

Το δύσκολο τελικά είναι να αποχωριστούμε από τα στερεότυπα. Γιατί το κάπνισμα ως επιλογή δεν είναι πρόβλημα. Ο καθένας έχει δικαίωμα στις επιλογές του. Ή τέλος πάντων μία τέτοια επιλογή, η οργανωμένη κοινωνία την αντιπαλεύει ή της βρίσκει το χώρο της. Με τα «αυτονόητα» και τα στερεότυπα τα βγάζει πέρα δύσκολα. Γι’ αυτό και δεν με νοιάζει ποιος κι αν καπνίζει. Φτάνει να μην το κάνει στα μούτρα μου. Και να έχει επίγνωση των συνεπειών της επιλογής του. Να μην κλαίγεται στο τέλος για τα μαύρα του πλεμόνια. Κι αν επιμένει να καπνίζει, να το κάνει περήφανος, επιδεικτικά, κι όχι καταπιεσμένα μόνο για να ηρεμήσουν οι νευρώνες του.

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Ζηλεύαμε τα γέλια και τα παπούτσια τους

Έχω δύο δερμάτινα μπουφάν. Ένα παλιότερο που μου πήρε πριν από 12- 13 χρόνια η πεθερά μου. Μου αρέσει πώς παλιώνει μαζί με μένα και μου εντείνει την εμμονή με τα πράγματα που συνηθίζουμε, που αποτελούν το δικό μας μικρό σύμπαν. Το άλλο, μου το δώρισε πέρυσι η αδερφή μου και το συνηθίζω με αργό τρόπο. Και παπούτσια φέτος δεν αγόρασα, έχω ακόμα τα περυσινά και τα προπέρσινα.
Αν χρεοκοπήσει η χώρα, ή αν δεν μπορώ προσωπικά να τα βγάλω πέρα, τα ρούχα μου θα είναι ίδια, οπότε δεν θα στενοχωρηθώ και πολύ. Με στενοχωρεί μόνο η αδικία και όχι η έλλειψη ιδιοκτησίας.
Πού βρίσκεται συνεπώς το πρόβλημα; Γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ το μέλλον; Ίσως γιατί θα επιθυμούσαμε πολύ να είμαστε κάποιοι άλλοι, ίσως γιατί μας κόβουν την προοπτική να γίνουμε κάτι άλλο. Αλλά σπάνια μπορείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι. Και το ερώτημα ποιος είσαι, επανέρχεται με δριμύτητα, σε εποχές διλημμάτων και μετεωρισμών.
 
Η Μάρω Δούκα, αυτή η τρομερή Ελληνίδα συγγραφέας, που τα συστήματα, τα κόμματα και οι εξουσίες συνειδητά την απωθούν όταν τους γίνεται ενοχλητική (όπως  με την υπόθεση της Υπατίας και των ξένων εργατών που μίλησε δυνατά μαζί με την Καρυστιάνη), είπε κάτι απλό σε συνέντευξή της στο Βήμα, για όσα ζούσαμε:
«Έτσι ή αλλιώς ήταν μια ευημερία πλασματική. Αλλά πέρα από αυτό, εγώ ως άνθρωπος ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να ζήσω με πολλά, να έχω περισσότερα από δύο ζευγάρια παπούτσια ή ένα παλτό. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, να ζω λιτά και να μην επηρεάζομαι από τον πλούτο. Πολλές φορές πηγαίνω σε σπίτια πλούσιων φίλων και τα καμαρώνω σαν να είναι δικά μου, δεν ζηλεύω. Αυτό το οφείλω κυρίως στον χαρακτήρα μου. Δεν ήμουν ποτέ το παιδί της φτωχής οικογένειας που φιλοδόξησε να ανέβει κοινωνικά. Την όποια επιβεβαίωσή μου την κέρδισα μέσα από το γράψιμο».
 
Τη νικάω βλέπετε τη Δούκα, έχω περισσότερα μπουφάν, αλλά εκείνη με κατατροπώνει στη γραφή. Αλλά δεν ζηλεύω, αντίθετα ψάχνω να βρω πώς το κάνει και γράφει τόσο απλά και δυνατά.
Και σκέφτομαι ότι το πρόβλημα ήταν ότι ζηλεύαμε όλοι μας πολλοί, επί πολλά χρόνια. Ζηλεύαμε τα σπίτια και τα αυτοκίνητα των άλλων και δεν μας ένοιαζε με ποιο ηθικό πλαίσιο παρήγαγαν τον πλούτο τους. Ζηλεύαμε τη χαρά τους, αλλά δεν κοιτάγαμε να δούμε αν ήταν αληθινά ή όχι τα γέλια της τηλεόρασης. Ζηλεύαμε τη ζωή στον πολιτισμένο κόσμο, αλλά παραβλέπαμε τη σκληρότητα της καθημερινότητας που τη συνόδευε. Και μάθαμε, πολλά χρόνια τώρα, να μην είμαστε καλά μέσα στο πετσί μας, και να ψάχνουμε μονίμως για ένα άλλο δέρμα, για μια άλλη ζωή. Πώς μας ξέφυγε αλήθεια όλη αυτή η ζωή μέσα από τα χέρια μας;

Από την Ελευθερία

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ό,τι μπορώ Γιάννη, ό,τι μπορώ... Για τον Γιάννη Μπανιά

Γνώρισα τον Γιάννη Μπανιά το 1988 και διατήρησα μία προσωπική σχέση μέχρι που η σοκαριστική είδηση του θανάτου του, εισέβαλε στην καθημερινότητά μου, όπως έγινε και με εκατοντάδες άλλους φίλους σε όλη την Ελλάδα. Τα χρόνια περνάνε για όλους και το 1988 μοιάζει πολύ μακρινό πια, αν και προσωπικά έχω την αίσθηση ότι ήταν χτες. 
Τότε, χτες, ο Γιάννης μου φαινόταν μεγάλος, πρόσωπο μιας άλλης εποχής. Όταν είσαι νέος, οι άνθρωποι που είναι 50 χρονών κι έχουν ζήσει άλλες ζωές, σου φαίνονται μακρινοί. Ήταν άλλωστε ο ίδιος ένα ιστορικό πρόσωπο ήδη τότε. Το όνομά του το έβλεπες στις δίκες της χούντας και πιο πρόσφατα γεμάτες ήταν οι εφημερίδες με τη θητεία του ως Γραμματέας του ΚΚΕ Εσωτερικού και τη σύγκρουσή του με τον Λεωνίδα Κύρκο για το «Κ» και το χαρακτήρα του ανανεωτικού κομμουνισμού στη χώρα μας. Ο ίδιος όμως ποτέ δεν μιλούσε με «ιστορικότητα», δεν έδινε ίσως και σημασία στο παρελθόν.
Συγκρατώ μία εικόνα γιατί έχει περισσότερη σημασία για μένα- άλλωστε όταν μιλάμε για όσους έφυγαν μιλάμε κυρίως για εμάς και για το κενό που αφήνουν μέσα μας όπως μου είπε χτες και η Όλγα. Μετά την εκλογική αποτυχία του ΚΚΕ Εσωτερικού Ανανεωτική Αριστερά το 1989 και παρά την ολοφάνερη πολιτική αποτυχία του Συνασπισμού των Φλωράκη – Κύρκου, ο Γιάννης είχε απομονωθεί από τα Μέσα Ενημέρωσης αλλά κι από ένα μεγάλο κομμάτι των αριστερών «που είχαν μπει στο παιχνίδι» του ρεαλισμού και της εξουσίας.
Καθόμασταν σε ένα καφέ στην παραλία της Θεσσαλονίκης και μου εξηγούσε ότι σημασία έχει να δημιουργείς πολιτική που να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές ανάγκες. Κι από τότε, λίγο μετά το ’90, έθετε το θέμα της ενότητας της αριστεράς. Αλλά για να σε ακούσουν οι «μεγάλοι» έπρεπε να έχεις ένα βάρος, να μετράς στην κοινωνία. Γι’ αυτό και ο Γιάννης συνέχιζε, ζούσε στο παρόν, έκανε πολιτική για το σήμερα. Κόβωντας ταυτόχρονα τους δεσμούς με το σταλινισμό σε μια διαρκή πάλη για την ανανέωση, κοίταγε συνέχεια για το πού βρίσκεται το διακύβευμα, η μάχη. Άλλοτε ήταν η μάχη κατά του εθνικισμού, κι εκείνα τα χρόνια του ’90 ήταν πολύ βαριά στην Ελλάδα, άλλοτε ήταν τα πολιτικά δικαιώματα, άλλοτε το περιβάλλον και οι τοπικές μάχες για δημόσιους χώρους ή καλύτερη ποιότητα ζωής. Γι’ αυτό και ο ίδιος, σαν να έκανε απλώς ένα βήμα, βρέθηκε μέσα στο διεθνές αντιπολεμικό κίνημα ή στο Παγκόσμιο Φόρουμ. Πήγαινε περπατούσε ο ίδιος στις μεγάλες πορείες του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης κι έτσι έπιανε την ανάγκη για μία νέα αριστερά.
Ο Γιάννης Μπανιάς θα μπορούσε να γίνει ήδη από το 1989 ισόβιος βουλευτής σε τρία κόμματα που του το ζητούσαν. Δεν έγινε. Έγινε το 2007 όταν μπήκε η βάση για ένα κοινό κόμμα της αριστεράς που πάλευε. Αλλά κι αυτό το έκανε στην πορεία της γείωσης όπως του άρεσε να λέει με τις κοινωνικές ανάγκες.
Στον Γιάννη Μπανιά άρεσε να ζει στο σήμερα. Έλεγε ωραίες ιστορίες για το ποδόσφαιρο, για τις θάλασσες, για την Βανέσα Ρεντεγκρέιβ, για τον παραλογισμό των σταλινικών. Και μετά σε ρωτούσε: Κι εσύ σύντροφε τι θα αναλάβεις να κάνεις αύριο το πρωί; Ό,τι μπορώ Γιάννη. Ό,τι μπορώ…


Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Τα διαβάσαμε σίγουρα όλοι μαζί - Με αφορμή όσα είπε ο Πέτρος Κωστόπουλος συν κάποιες μνήμες από το ΚΛΙΚ

Μία παράπλευρη συζήτηση για το περιοδικό «ΚΛΙΚ» ξεκίνησε δίπλα στη μεγάλη συζήτηση για το μνημόνιο, την κρίση και την κατάρρευση του Τύπου. Αφορμή τα οικονομικά προβλήματα της εκδοτικής επιχείρησης του Πέτρου Κωστόπουλου, αλλά και μία ενδιαφέρουσα ανακοίνωση που εξέδωσε ο ίδιος με πολλά αξιοσημείωτα στοιχεία.
Μία κριτική που ασκούν στον εκδότη, είναι ότι επηρέασε αρνητικά την αισθητική της ελληνικής κοινωνίας με τα περιοδικά του. Σαν να λένε ότι το πρόβλημα της κρίσης στην Ελλάδα δεν είναι μόνο το χρέος, αλλά μία συνολικότερη κρίση που φτάνει ως και την αισθητική. Τέτοιες όμως αντιμετωπίσεις μπορεί να γίνουν επικίνδυνες, σε μία εποχή που ευνοεί το κυνήγι μαγισσών και θέλει να σταυρώσει ανθρώπους. Η δημόσια ζωή δεν πρέπει να καταλήξει σε «κρεμάλες στο Γουδί» όπως θέλουν πολλοί, κυρίως για να αποσείσουν τις ευθύνες τους.
Το ΚΛΙΚ λοιπόν δεν φταίει για όσα έγιναν στην Ελλάδα. Πρέπει να έχεις μεγάλο κόμπλεξ για να νομίζεις ότι το εξώφυλλο της Βάνας Μπάρμπα ευθύνεται για το πάρτι στις ΔΕΚΟ, τους εξοπλισμούς του στρατού ή την περιβαλλοντική υποβάθμιση, όλα φαινόμενα εκείνου που ονομάσαμε «ανάπτυξη» σε τούτη τη χώρα.
Το περιοδικό όπως και άλλα περιοδικά και εφημερίδες ευθύνονται γιατί δεν ανέπτυξαν το είδος εκείνης της ερευνητικής δημοσιογραφίας που θα μιλούσε αξιόπιστα για το δρόμο που έπαιρνε η χώρα από το ’90 και μετά. Οι ευθύνες δηλαδή των ιδιοκτητών μεγάλων ΜΜΕ στην Ελλάδα είναι ότι ενώ είχαν την οικονομική ευχέρεια δεν επένδυσαν σε μία δημοσιογραφία ανεξάρτητη και αξιόπιστη, η οποία μάλιστα σήμερα θα συγκρατούσε την απώλεια των αναγνωστών και θα έκανε πιο βιώσιμες τις επιχειρήσεις τους. Το γεγονός ότι ανακάμπτουν διεθνώς τα καλά ΜΜΕ θα πρέπει να προβληματίζει τα εγχώρια.
Αν συνεπώς έχει ένα ενδιαφέρον να δούμε τι έγινε στον Τύπο, καλό θα ήταν να αποφύγουμε τα απωθημένα μας με ό,τι δεν μας αρέσει και να δούμε τη συνολική εικόνα. Να δούμε φαινόμενα όπως των «λαϊκών» φυλλάδων των «προοδευτικών» και της «δεξιάς» που γέμισαν πορνό τα πρωτοσέλιδά τους, να θυμηθούμε τη χυδαία επίθεση του «προοδευτικού» μπλοκ στον Χατζιδάκι, να μην ξεχάσουμε το ρατσισμό, τον εθνικισμό και τον κουτσαβακισμό που απέπνεαν πολλά «κύρια» ρεπορτάζ με αφορμή διάφορα «εθνικά» θέματα, να θυμηθούμε και τη βασική αρχή ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, που κατέκλυσε την πολιτική ζωή του τόπου.
Πιθανά να μην «τα φάγαμε όλοι μαζί», αλλά τα περισσότερα «τα διαβάσαμε όλοι μαζί».
Με την υποσημείωση ότι κάποιοι διαβάζαμε κι άλλα, καλύτερα.

Από τις Αποχρώσεις της Ελευθερίας της 23ης Φεβρουαρίου

* Στο μεταξύ συζήτηση με πολλά σχόλια γίνεται και για μία απάντηση του Γιάννη Αγγελάκα στο Πέτρο Κωστόπουλο από το tvxs

*Προστέθηκε το Σάββατο κι ένα καλό και μετρημένο κείμενο του Ηλία Κανέλλη στα Νέα

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

Αγοράζεις από την αγορά της γειτονιάς σου μόνο αν την εμπιστεύεσαι...

Σε ένα μαγαζί της πόλης μου είπαν ότι δεν έχουν ένα ανταλλακτικό γιατί "έκλεισε το εργοστάσιο". Όμως πλέον μπορείς να πληκτρολογήσεις το όνομα του εργοστασίου στο google και να βρεις άμεσως τι έγινε. Το συγκεριμένο δε, είχε και ελληνικό σάιτ και σου έστελνε ό,τι ήθελες σπίτι σου με αντικαταβολή.
Δεν το χρειάστηκα όμως... Πήγα σε ένα μαγαζί παρακάτω και βρήκα αυτό που ήθελα...
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ανόητο να κοροϊδεύεις τον πελάτη σου. Θα σε προτιμήσει μόνο αν σε συμπαθεί και σε εμπιστεύεται... Αλλιώς πάει παρακάτω.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Τα Γιάννενα ως ελτοράντο παρακμής...

Λίγα χιλιόμετρα έξω από το κέντρο των Ιωαννίνων, πίσω από το αεροδρόμιο στην περιοχή του Βιολογικού Καθαρισμού, δεν υπάρχει παρά μία στέπα από υγρά χωράφια, λάσπες, κανάλια γεμάτα νερό και σκουπίδια. Το λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, εκεί που κάποτε ήταν μία λίμνη που αποξηράνθηκε για χέρσες σήμερα εκτάσεις, ως ελτοράντο παρακμής...

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Δελφινάκια στο Κάθισμα στη Λευκάδα

Δεν είναι δελφινάκια, αλλά τα παιδιά μας που παίζουν στο λυκόφως. Κάθισμα, Λευκάδα, Ιούλιος, περιμένοντας τον ήλιο να πέσει. Δελφίνια είχαμε δει πέρυσι, στο βάθος στο πέρασμα ανάμεσα στα ιστιοπλοϊκά, στη Νικιάνα, μπροστά στον "Πανταζή".

Είμαστε και στον Ηλεκτρονικό Αναγνώστη

Στο καταπληκτικό του blog Ηλεκτρονικός Αναγνώστης, ο Μιχάλης Καλαμαράς ανέβασε τη συζήτηση που είχαμε κάνει μαζί και μαζί με τον Γιάννη Πλιώτα των Βορειοδυτικών εκδόσεων, στην εκπομπή μου Αποχρώσεις στο Ioannina tv (ITV). Δείτε την εκπομπή εδώ.
Αυτό που μου άρεσε από αυτήν την εκπομπή προσωπικά, ήταν ότι οι δύο καλεσμένοι, γνώριζαν για ποιο πράγμα μιλούσαν και είχαν τον τρόπο να το εξηγήσουν και στους θεατές που δεν γνώριζαν.
Το να ξέρεις για ποιο πράγμα μιλάς, ειδικά στο δημόσιο χώρο, είναι νομίζω μία σπάνια, πολιτική θα την ονόμαζα, αξία.

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2011

Γιατί τα ελληνικά κακέκτυπα των εντύπων του Μέρντοχ δεν ακολουθούν το παράδειγμά του και σήμερα;

Αφού οι περισσότεροι των ΜΜΕ στην Ελλάδα επικαλούνταν τα έντυπα του Μέρντοχ και την επιτυχία τους για να καλύπτουν τις αθλιότητές τους, γιατί τώρα δεν τα ακολουθούν στην πτώση τους; Ούτε κιχ δεν βγάζουν στην Ελλάδα όσοι μας έλεγαν ότι ο κιτρινισμός τους είναι η "νέα δημοσιογραφία".
Στο μεταξύ βέβαια φρόντισε και η "σοβαρή" δημοσιογραφία να αυτοχειριαστεί οπότε το τοπίο είναι πολύ χειρότερο από αυτό στην Αγγλία ή την Αμερική.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

Πολλά χρόνια στη Λευκάδα

Η Λευκάδα είναι σαν στρείδι, αποκτά ενδιαφέρον όταν  την ανοίγεις. Μόνο που αυτό μπορεί να σου πάρει πολλά χρόνια.

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Μία «Μπέμπα» υπεράνω… δακρύων και λέξεων στο Πολυθέαμα


Στην κατάμεστη μικρή αίθουσα του Πολυθεάματος, είδαμε το περασμένο Σάββατο την «Μπέμπα». Το κοινό καταχεικρότησε στο τέλος την Ναταλία Στυλιανού, η οποία επί μία ώρα στη σκηνή, μόνη της, απέδωσε με μια δυνατή ερμηνεία, το ρόλο που έπλασε ο Γιαννιώτης συγγραφέας Δημήτρης Τσεκούρας, ο οποίος και παρίστατο διακριτικά ανάμεσα στους θεατές.

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

Ευτυχώς μας πήραν τους Μεσογειακούς

Μακράν σημαντική είδηση των ημερών είναι ότι χάσαμε τους Μεσογειακούς Αγώνες του 2013. Στη Λάρισα και το Βόλο πρέπει να διοργανωθεί ειδική τελετή ικανοποίησης αντίστοιχη με αυτές όταν αναλάβαμε τη διοργάνωση. Γιατί κάποτε πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά τις προτεραιότητες αυτής της κοινωνίας κι αυτού του κράτους και να σταματήσουμε να τα βάζουμε όλα σε μια προκρούστεια κλίνη αντιφατικών και θολών συμφερόντων. Και δεν υπάρχει πιο θολό συμφέρον από αυτό που ονομάζουμε «εθνικό».
Καλά αυτό, που είπε ο άλλος ο λόγιος «εθνικόν είναι το αληθές», το έχουμε κάνει κομματάκια εδώ και χρόνια, αν το πιστέψαμε ποτέ. Εδώ όμως μιλάμε για συνεχείς αντιστροφές και κατακρημνίσεις στην άβυσσο του παραλόγου. Και για να το καταλάβουμε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε στο εξής απλό ερώτημα: Θα θέλαμε ναι ή όχι σήμερα να διαθέταμε στα κρατικά ταμεία, τα λεφτά που πετάξαμε για να κάνουμε Ολυμπιακούς Αγώνες; Θα μου προκαλούσε μεγάλη απορία ένα όχι ως απάντηση.
Η κρίση είναι όντως μια ευκαιρία να σκεφτούμε εξ αρχής τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε. Μπορεί να μην υπάρχει ασφαλής τρόπος να συναποφασίσουμε γιατί οι συλλογικότητες πάσχουν γενικά στον τόπο μας, αλλά με τη συζήτηση κάτι κοινό θα βρούμε στα θέλω μας. Όταν έχουμε σχολεία που κλείνουν όπως τα αθλητικά (και κάτι πήρε το αυτί μας και για τα μουσικά), όταν δεν υπάρχει καν ένας αθλητικός χώρος της προκοπής για να μαζέψουμε ένα Σάββατο τα παιδιά, ποιος θα έλεγε ότι είναι καλύτερο να φτιάξουμε γήπεδα για τους Μεσογειακούς; Ίσως μόνο οι κατασκευαστές των εγκαταστάσεων.
Φυσικά υπάρχουν κι άλλα πολλά παραδείγματα που θα μας επέτρεπαν να ζυγιάσουμε πιο εύκολα τα πράγματα.
Το κρίσιμο όμως ερώτημα είναι τελικά πιο υπαρξιακό από όσο νομίζουμε. Είναι τελικά θέμα ταυτότητας, του ποιοι είμαστε. Είμαστε οι διασκεδαστές της Ευρώπης; Τρύπια παπούτσια και παράτες στα γήπεδα; Είμαστε σκληρά εργαζόμενοι και χαμηλόμισθοι που έχουμε ανάγκες κρατικών δομών πρόνοιας; Είμαστε εργολάβοι που βλέπουμε μόνο μπετόν εκεί που υπάρχουν οικοσυστήματα; Είμαστε επιχειρηματίες του τουρισμού που προτείνουμε ένα διαφορετικό μοντέλο διακοπών; Πολλά μπορεί να είμαστε. Όσο όμως δεν διαλέγουμε τι θέλουμε να είμαστε και με την πολιτική μας δεν στηρίζουμε τις επιλογές μας, τότε θα είμαστε αθύρματα σε πανάκριβα κουλουάρ.

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Μια ευρωπαϊκή διάκριση για ρεπορτάζ Υγείας... για μένα

Για το βραβείο δημοσιογραφίας που πήρα διαβάστε μια μικρή ανακοίνωση που έβγαλα.

Την Τρίτη 30 Νοεμβρίου απονεμήθηκαν στις Βρυξέλλες τα Ευρωπαϊκά Βραβεία Δημοσιογραφίας για θέματα Υγείας 2010, στους 27 νικητές από κάθε χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την Ελλάδα εκπροσώπησε ο δημοσιογράφος της εφημερίδας των Ιωαννίνων «Ελευθερία» Φιλήμων Καραμήτσος.
Στον διαγωνισμό έγιναν δεκτά 745 άρθρα που υπέβαλαν 438 δημοσιογράφοι από όλες τις χώρες της ΕΕ. Κάθε εθνική επιτροπή επέλεξε έναν υποψήφιο από κάθε χώρα, ενώ από την κριτική επιτροπή της ΕΕ δόθηκαν τρία πανευρωπαϊκά βραβεία.
Οι νικητές του διαγωνισμού για το 2010 είναι από την Ιταλία ο Gianluca Ferraris και η Ilaria Molinari για το άρθρο τους "Πουλώντας ελπίδα» που δημοσιεύθηκε στο ιταλικό περιοδικό Panorama. Τη δεύτερη θέση κατέλαβε από την Τσεχία η Lucie Hášová Truhelková για το άρθρο της "Μάχες για ένα όργανο που δημοσιεύθηκε στο τσέχικο περιοδικό "MF Plus", ενώ τρίτη ήλθε η ομάδα των Δανών Kasper Krogh, Morten Crone, Line Holm Nielsen και Jesper Woldenhof για το άρθρο "Η μεγάλη αποτυχία» που δημοσιεύθηκε στη δανέζικη εφημερίδα "Berlingske Tidende".
Ο Φιλήμονας Καραμήτσος δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2010 στην «Ελευθερία» το άρθρο που είχε τίτλο «Με το παράδειγμα εκείνων που αντέχουν», μία εκ των έσω ματιά στον κόσμο των ασθενών, ιδιαίτερα των νέων και των παιδιών που χρειάζονται μεταμόσχευση μυελού των οστών, αναδεικνύοντας τρία παραδείγματα: Της νέας γυναίκας που έκανε μεταμόσχευση, της γυναίκας – δότριας και του γιατρού.
Η απονομή του Ευρωπαϊκού Βραβείου Δημοσιογραφίας για Θέματα Υγείας 2010 είναι μια πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που  έχει σκοπό να ενθαρρύνει τη δημοσιογραφία υψηλού επιπέδου, η οποία ευαισθητοποιεί το κοινό σε θέματα που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη και τα δικαιώματα των ασθενών.
Εντάσσεται στο πλαίσιο της εκστρατείας "Η Ευρώπη για τους ασθενείς" που δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε 11 πρωτοβουλίες στον τομέα της υγείας, με έναν κοινό στόχο: καλύτερη υγειονομική περίθαλψη για όλους στην Ευρώπη.
Το βραβείο απονέμεται σε δημοσιογράφους οι οποίοι συμβάλλουν καθοριστικά ώστε το κοινό να κατανοήσει καλύτερα διάφορα θέματα υγείας και των οποίων το έργο αντανακλά τις προσδοκίες και τους προβληματισμούς τόσο των ασθενών όσο και των απασχολουμένων στον χώρο της υγείας.
Επιπλέον, το βραβείο απονέμεται μέσα σε πνεύμα σεβασμού της ελευθερίας και της πολυφωνίας των ΜΜΕ και στο πλαίσιο της επιθυμίας της Επιτροπής να βελτιώσει την επικοινωνία μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων και των Ευρωπαίων πολιτών.
Στις Βρυξέλλες, οι δημοσιογράφοι από όλες τις χώρες και οι εκδότες τους που είχαν επίσης προσκληθεί, παρακολούθησαν ένα ολοήμερο σεμινάριο πάνω σε θέματα Δημόσιας Υγείας στην ΕΕ.
Τις εργασίες του σεμιναρίου επισκέφτηκε και ο Επίτροπος Υγείας Τζον Ντάλι ο οποίος συνομίλησε με τους δημοσιογράφους.
Η ημέρα ολοκληρώθηκε με την τελετή απονομής των βραβείων.
Η Paola Testori Coggi, Γενική Διευθύντρια Υγείας και τους Καταναλωτών, που απένειμε και τα βραβεία, σημείωσε στην ομιλία της: «Οι πολιτικές και πρωτοβουλίες της Επιτροπής στον τομέα της υγείας έχουν άμεσο αντίκτυπο στους Ευρωπαίους πολίτες, τις οικογένειες και τους φίλους τους. Θεωρώ τους δημοσιογράφους που ασχολούνται με θέματα υγείας ως εταίρους μας στην ενημέρωση του κοινού και στην ευαισθητοποίησή του σε σημαντικά θέματα υγείας. Η σωστή δημοσιογραφία μπορεί να αλλάξει αντιλήψεις και να ωθήσει τους πολίτες στη δράση. Με το βραβείο αυτό, έχω την τιμή να αναγνωρίσω δημοσίως και να επιβραβεύσω μια τόσο υψηλού επιπέδου δημοσιογραφία».

Για το βραβείο υπάρχει η διεύθυνση http://ec.europa.eu/health-eu/journalist_prize/2010, όπου μπορεί να βρει κανείς και όλα τα άρθρα. Το άρθρο από το δικό μου αρχείο στο pdf της σελίδας εδώ.
Για την καμπάνια "Η Ευρώπη για τους ασθενείς" η διεύθυνση  http://ec.europa.eu/health-eu/europe_for_patients, περιέχει πλούσιο υλικό και πληροφορίες.

Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Μία ψήφος κόντρα στα πλαίσια

Από ένα email που έστειλα σε δύο φίλες που ψήφισαν... αποχή και Λαϊκή Συσπείρωση

Το προβληματάκι που διαπιστώθηκε σε αυτές τις εκλογές ήταν ότι πολύς κόσμος δεν ήθελε να ψηφίσει οτιδήποτε θυμίζει πλαίσιο (κόμμα, παράταξη κλπ). Έτσι η αποχή στην Αθήνα έφτασε στο 70%. Η απάντηση σε αυτό ήταν ένα βαρύ πλαίσιο, το ΚΚΕ (ή το ΝΑΡ) που τιμήθηκαν με αύξηση του ποσοστού τους. Είναι αξιοπερίεργο πώς ο Στάλιν ζει ακόμα στην Ελλάδα. Τα μικρότερα πλαισιάκια (τύπου ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγων κλπ) ψιλοεπιβίωσαν όσο είχαν κανέναν σοβαρό άνθρωπο (όπως η Πορτάλιου στην Αθήνα), αλλά πλήρωσαν επίσης το τίμημα της αλήθειας (τους) που προσπαθούν να επιβάλλουν στους αποκάτω (στην Ελλάδα οι πολιτικοί μονίμως αποκαλύπτουν την αλήθεια στους αδαείς που δεν την ξέρουν).
Το δύσκολο όμως είναι: Να είσαι ενεργός πολίτης, να συμμετέχεις, να συγχρονίζεσαι με ό,τι γίνεται στον κόσμο, να ικανοποιείς τις προσωπικές σου ανάγκες και να εγγυάσαι την ασφάλεια όσων βρίσκονται γύρω σου. Πολλά ε... Ως και ανέφτικτα, ταυτόχρονα.
Αλλά με το να γίνω αναχωρητής και καλόγερος (με όποια ηθική συνοδεύεται αυτό) εγώ δεν συμβιβάζομαι κι αυτό πάει στο ότι δεν πρόκειται να ψηφίσω κάποιον που μου λέει δώσμου την ψήφο σου κι εγώ θα είμαι για σένα. Προτιμώ να είμαι εγώ για μένα...
Από 'κει και πέρα και οι εκλογές μας θυμίζουν ότι κατά βάση ζούμε με τις αντιφάσεις μας. Το βράδυ της Κυριακής γύρισα σπίτι από τη δουλειά στις 12.30, χάρηκα με τον Καμίνη (λιγότερο με τον Μπουτάρη), χάρηκα με τον νέο δήμαρχο στα Γιάννενα, τους φίλους και συντρόφους τους εκλέξαμε επίσης την περασμένη Κυριακή για πρώτη φορά μετά απο καιρό στα δημοτικά συμβούλια, σκέφτηκα ότι πρέπει κάπου κάπου να αναγνωρίζουμε κι εμείς τους εαυτούς μας στον δημόσιο χώρο και να νιώθουμε και κομμάτι ενός μεγαλύτερου "εμείς". Και κοιμήθηκα... Από χτες όλα αυτά είχαν τελειώσει...

Τετάρτη 5 Μαΐου 2010

Να παίξω τώρα στο χρηματιστήριο;

Κάποιος με ρώτησε στα αλήθεια αν είναι τώρα η κατάλληλη εποχή για να παίξει κάτι λίγα που έχει στο χρηματιστήριο. Του απάντησα ότι δεν ξέρω, γιατί δεν ξέρω στα αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς εμένα δεν μου περισσεύει τίποτα. Όμως σκέφτηκα ότι κάτι καινούργιο ξαναξεκινάει. Ότι η ρόδα γυρνάει πάλι. Για να κάνει τον ίδιο κύκλο των λαθών...