Μερικές φορές νομίζω ότι ο μισθός μου είναι κομμένος σε φέτες των 40 ευρώ. Όχι ότι τον βλέπω δηλαδή- το πότε εξαφανίζεται είναι απορίας άξιον, κάτι σε μάγο Χουντίνι που ξεγλιστρούσε μέσα από μπαούλα με λουκέτο έχει μετατραπεί αυτός ο μισθός.
Αλλά παρακολουθείστε τα προσωπικά μου δεδομένα: Για το παιδί πληρώνουμε κάτι παραπάνω από 40 ευρώ για αγγλικά, το διπλάσιο για μουσική, 40 ευρώ για αθλητισμό. Ξεχνάω κάτι: Ναι, περίπου τόσο κάνει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, το μισό κάνει ένα βιβλίο, τόσο περίπου μια επίσκεψη στον οδοντίατρο. Και το πολύ 50 ευρώ δίνουν πια οι παππούδες στα παιδιά «για να πάρουν κάτι στο σχολείο». Αυτά για το παιδί. Για την οικογένεια ολόκληρη αρκεί να σημειώσω το προφανές, ότι 40 ευρώ δεν σε φτάνουν παρά για κάτι λίγα πράγματα στο σούπερ μάρκετ και με περίπου το ίδιο ποσό για βενζίνη, αντέχεις το πολύ δύο εβδομάδες με το αυτοκίνητο σπίτι- δουλειά- σπίτι. Για μεγαλύτερα ταξίδια θα πληρώνουμε με επιταγή προφανώς, βάσει του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.
Παρ’ όλα αυτά το θέμα δεν είναι οι νέοι φόροι, οι περικοπές και η λιτότητα. Το θέμα δεν είναι καν η ακρίβεια. Το πραγματικό θέμα είναι η έλλειψη οποιουδήποτε άλλου μηχανισμού υποστήριξης της οικογένειας και των πολιτών. Είναι η αστειότητα που λέγεται ακόμα «δημόσια Υγεία» και «δημόσια Παιδεία». Γιατί εκεί παίζεται το αληθινό παιχνίδι αν θέλετε, το αληθινό στοίχημα ενός κράτους- πρόνοιας. Οι χαμηλοί μισθοί στην Ελλάδα θα ήταν μικρότερης σημασίας ζήτημα αν υπήρχαν στοιχειώδεις κανόνες στην αγορά και επαρκείς μηχανισμοί δημόσιας πρόνοιας και αλληλεγγύης προς τον άνθρωπο. Στη χώρα μας πληρώνουμε για να μάθουν τα παιδιά μας κολύμβηση, όταν και μόνο ο αριθμός των πνιγμών κάθε χρόνο θα έπρεπε να μετατρέψει την κολύμβηση σε υποχρεωτικό μάθημα στα δημοτικά (στη θέση των θρησκευτικών για παράδειγμα). Στη χώρα μας πληρώνουμε 90 ευρώ για να μας εξετάσει ένας καθηγητής πανεπιστημίου σε εξωτερικό ιατρείο, την ώρα που αυτός πληρώνεται από το κράτος ακριβώς για να εξετάζει ασθενείς. Και πληρώνουμε φροντιστήρια για να μάθουν τα παιδιά να λύνουν γρήγορα και αποτελεσματικά, εξισώσεις, την ώρα που χρηματοδοτούμε ένα τεράστιο εκπαιδευτικό σύστημα, ακριβώς για να διδάσκει στα παιδιά πώς να λύνουν εξισώσεις.
Είναι βαρετό και που τα σημειώνουμε όλα αυτά. Είναι υποβάθμιση της δημοσιογραφίας η αναπαραγωγή του αυτονόητου. Τα υποδεικνύουμε όμως για να φωτίσουμε την άκρη του τούνελ γιατί δεν είναι σίγουρο ότι κοιτάμε όλοι το σωστό τούνελ (υπάρχουν, είναι αλήθεια, περισσότερα). Αν υπάρχει κάποιος φως στην άλλη άκρη, δεν θα το βρούμε μέσα σε όλη αυτή την αντάρα και τη μιζέρια της κουβέντας για το 7% ή το 10% των περικοπών, αλλά στην απαίτηση για πραγματικούς μισθούς που θα ανταποκρίνονται σε πραγματικές δημόσιες υπηρεσίες.
Α, 40 ευρώ μου κοστίζουν κατ’ ελάχιστο, οι εφημερίδες που αγοράζω κάθε μήνα. Θα τις έκοβα και θα διάβαζα μόνο στο Διαδίκτυο, αν δεν ήξερα ότι αυτό θα οδηγούσε σε νέες απώλειες θέσης εργασίας συναδέλφων. Αλληλεγγύη σε όσους εργάζονται με σθένος και τιμιότητα.
Αλλά παρακολουθείστε τα προσωπικά μου δεδομένα: Για το παιδί πληρώνουμε κάτι παραπάνω από 40 ευρώ για αγγλικά, το διπλάσιο για μουσική, 40 ευρώ για αθλητισμό. Ξεχνάω κάτι: Ναι, περίπου τόσο κάνει ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι, το μισό κάνει ένα βιβλίο, τόσο περίπου μια επίσκεψη στον οδοντίατρο. Και το πολύ 50 ευρώ δίνουν πια οι παππούδες στα παιδιά «για να πάρουν κάτι στο σχολείο». Αυτά για το παιδί. Για την οικογένεια ολόκληρη αρκεί να σημειώσω το προφανές, ότι 40 ευρώ δεν σε φτάνουν παρά για κάτι λίγα πράγματα στο σούπερ μάρκετ και με περίπου το ίδιο ποσό για βενζίνη, αντέχεις το πολύ δύο εβδομάδες με το αυτοκίνητο σπίτι- δουλειά- σπίτι. Για μεγαλύτερα ταξίδια θα πληρώνουμε με επιταγή προφανώς, βάσει του νέου φορολογικού νομοσχεδίου.
Παρ’ όλα αυτά το θέμα δεν είναι οι νέοι φόροι, οι περικοπές και η λιτότητα. Το θέμα δεν είναι καν η ακρίβεια. Το πραγματικό θέμα είναι η έλλειψη οποιουδήποτε άλλου μηχανισμού υποστήριξης της οικογένειας και των πολιτών. Είναι η αστειότητα που λέγεται ακόμα «δημόσια Υγεία» και «δημόσια Παιδεία». Γιατί εκεί παίζεται το αληθινό παιχνίδι αν θέλετε, το αληθινό στοίχημα ενός κράτους- πρόνοιας. Οι χαμηλοί μισθοί στην Ελλάδα θα ήταν μικρότερης σημασίας ζήτημα αν υπήρχαν στοιχειώδεις κανόνες στην αγορά και επαρκείς μηχανισμοί δημόσιας πρόνοιας και αλληλεγγύης προς τον άνθρωπο. Στη χώρα μας πληρώνουμε για να μάθουν τα παιδιά μας κολύμβηση, όταν και μόνο ο αριθμός των πνιγμών κάθε χρόνο θα έπρεπε να μετατρέψει την κολύμβηση σε υποχρεωτικό μάθημα στα δημοτικά (στη θέση των θρησκευτικών για παράδειγμα). Στη χώρα μας πληρώνουμε 90 ευρώ για να μας εξετάσει ένας καθηγητής πανεπιστημίου σε εξωτερικό ιατρείο, την ώρα που αυτός πληρώνεται από το κράτος ακριβώς για να εξετάζει ασθενείς. Και πληρώνουμε φροντιστήρια για να μάθουν τα παιδιά να λύνουν γρήγορα και αποτελεσματικά, εξισώσεις, την ώρα που χρηματοδοτούμε ένα τεράστιο εκπαιδευτικό σύστημα, ακριβώς για να διδάσκει στα παιδιά πώς να λύνουν εξισώσεις.
Είναι βαρετό και που τα σημειώνουμε όλα αυτά. Είναι υποβάθμιση της δημοσιογραφίας η αναπαραγωγή του αυτονόητου. Τα υποδεικνύουμε όμως για να φωτίσουμε την άκρη του τούνελ γιατί δεν είναι σίγουρο ότι κοιτάμε όλοι το σωστό τούνελ (υπάρχουν, είναι αλήθεια, περισσότερα). Αν υπάρχει κάποιος φως στην άλλη άκρη, δεν θα το βρούμε μέσα σε όλη αυτή την αντάρα και τη μιζέρια της κουβέντας για το 7% ή το 10% των περικοπών, αλλά στην απαίτηση για πραγματικούς μισθούς που θα ανταποκρίνονται σε πραγματικές δημόσιες υπηρεσίες.
Α, 40 ευρώ μου κοστίζουν κατ’ ελάχιστο, οι εφημερίδες που αγοράζω κάθε μήνα. Θα τις έκοβα και θα διάβαζα μόνο στο Διαδίκτυο, αν δεν ήξερα ότι αυτό θα οδηγούσε σε νέες απώλειες θέσης εργασίας συναδέλφων. Αλληλεγγύη σε όσους εργάζονται με σθένος και τιμιότητα.
Από τις Αποχρώσεις στην Ελευθερία του Σαββάτου 27.3