Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Ζηλεύαμε τα γέλια και τα παπούτσια τους

Έχω δύο δερμάτινα μπουφάν. Ένα παλιότερο που μου πήρε πριν από 12- 13 χρόνια η πεθερά μου. Μου αρέσει πώς παλιώνει μαζί με μένα και μου εντείνει την εμμονή με τα πράγματα που συνηθίζουμε, που αποτελούν το δικό μας μικρό σύμπαν. Το άλλο, μου το δώρισε πέρυσι η αδερφή μου και το συνηθίζω με αργό τρόπο. Και παπούτσια φέτος δεν αγόρασα, έχω ακόμα τα περυσινά και τα προπέρσινα.
Αν χρεοκοπήσει η χώρα, ή αν δεν μπορώ προσωπικά να τα βγάλω πέρα, τα ρούχα μου θα είναι ίδια, οπότε δεν θα στενοχωρηθώ και πολύ. Με στενοχωρεί μόνο η αδικία και όχι η έλλειψη ιδιοκτησίας.
Πού βρίσκεται συνεπώς το πρόβλημα; Γιατί φοβόμαστε τόσο πολύ το μέλλον; Ίσως γιατί θα επιθυμούσαμε πολύ να είμαστε κάποιοι άλλοι, ίσως γιατί μας κόβουν την προοπτική να γίνουμε κάτι άλλο. Αλλά σπάνια μπορείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι. Και το ερώτημα ποιος είσαι, επανέρχεται με δριμύτητα, σε εποχές διλημμάτων και μετεωρισμών.
 
Η Μάρω Δούκα, αυτή η τρομερή Ελληνίδα συγγραφέας, που τα συστήματα, τα κόμματα και οι εξουσίες συνειδητά την απωθούν όταν τους γίνεται ενοχλητική (όπως  με την υπόθεση της Υπατίας και των ξένων εργατών που μίλησε δυνατά μαζί με την Καρυστιάνη), είπε κάτι απλό σε συνέντευξή της στο Βήμα, για όσα ζούσαμε:
«Έτσι ή αλλιώς ήταν μια ευημερία πλασματική. Αλλά πέρα από αυτό, εγώ ως άνθρωπος ποτέ δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να ζήσω με πολλά, να έχω περισσότερα από δύο ζευγάρια παπούτσια ή ένα παλτό. Αυτός είναι ο χαρακτήρας μου, να ζω λιτά και να μην επηρεάζομαι από τον πλούτο. Πολλές φορές πηγαίνω σε σπίτια πλούσιων φίλων και τα καμαρώνω σαν να είναι δικά μου, δεν ζηλεύω. Αυτό το οφείλω κυρίως στον χαρακτήρα μου. Δεν ήμουν ποτέ το παιδί της φτωχής οικογένειας που φιλοδόξησε να ανέβει κοινωνικά. Την όποια επιβεβαίωσή μου την κέρδισα μέσα από το γράψιμο».
 
Τη νικάω βλέπετε τη Δούκα, έχω περισσότερα μπουφάν, αλλά εκείνη με κατατροπώνει στη γραφή. Αλλά δεν ζηλεύω, αντίθετα ψάχνω να βρω πώς το κάνει και γράφει τόσο απλά και δυνατά.
Και σκέφτομαι ότι το πρόβλημα ήταν ότι ζηλεύαμε όλοι μας πολλοί, επί πολλά χρόνια. Ζηλεύαμε τα σπίτια και τα αυτοκίνητα των άλλων και δεν μας ένοιαζε με ποιο ηθικό πλαίσιο παρήγαγαν τον πλούτο τους. Ζηλεύαμε τη χαρά τους, αλλά δεν κοιτάγαμε να δούμε αν ήταν αληθινά ή όχι τα γέλια της τηλεόρασης. Ζηλεύαμε τη ζωή στον πολιτισμένο κόσμο, αλλά παραβλέπαμε τη σκληρότητα της καθημερινότητας που τη συνόδευε. Και μάθαμε, πολλά χρόνια τώρα, να μην είμαστε καλά μέσα στο πετσί μας, και να ψάχνουμε μονίμως για ένα άλλο δέρμα, για μια άλλη ζωή. Πώς μας ξέφυγε αλήθεια όλη αυτή η ζωή μέσα από τα χέρια μας;

Από την Ελευθερία