Την Τρίτη 18 Μαΐου το βράδυ, στην αίθουσα του Ελευθερουδάκη των Ιωαννίνων, παρουσιάστηκε το βιβλίο του Γιώργου Μανιώτη «Μίξερ» από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Το Μίξερ είναι ένα εκτενές κείμενο που θα μπορούσαμε να το πούμε μυθιστόρημα. Αναπτύσσεται σε μικρές ιστορίες και κεφάλαια που περιγράφουν την καθημερινή ζωή των νεοελλήνων, κωμικά γεγονότα, δράματα, σχέσεις και διαλόγους. Το ενδιαφέρον είναι ότι στο τέλος ο συγγραφέας προτείνει και μια άλλη ανάγνωση, ακολουθώντας μια συγκεκριμένη σειρά κεφαλαίων που αν διαβαστούν εκ νέου με τη νέα σειρά, αυτονομούνται κι αποτελούν χωριστή ενότητα. Αυτές οι 18 ιστορίες, είτε τις διαβάζεις σαν έναν ενιαίο μυθιστόρημα, είτε χωριστά σαν διηγήματα, στοιχειοθετούν το μωσαϊκό της σύγχρονης Ελλάδας.
Ο Γιώργος Μανιώτης, ήρθε για πρώτη φορά στα Γιάννενα για να παρουσιάσει το έργο του. Πολυγραφότατος και ευρέως αναγνωρισμένος από κοινό και κριτικούς, τόσο για το λογοτεχνικό του έργο όσο και για το θεατρικό, ανέλυσε εκτενώς την ανάγκη να μπορεί να αναγνωρίσει ο αναγνώστης τη δομή των πραγμάτων και του κόσμου που ζει. Να μην ζει μόνο «σαν κέλυφος ανθρώπου», αλλά σαν άνθρωπος που έχει γνώση του κόσμου του.
Είπε χαρακτηριστικά:
«Αυτό που χαρακτηρίζει τον κόσμο μας τα τελευταία χρόνια, είναι ότι δεν μας επιτρέπουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο να κάνουμε ανάγνωση της εποχής, να αναγνωρίσουμε τον κόσμο. Δεν μας επιτρέπουν να δούμε τη δομή της εποχής. Παλιότερα, οι άνθρωποι ήξεραν, υπήρχαν δομές, καλές ή κακές. Σήμερα υπάρχει μια απέραντη σύγχυση. Όλα είναι εναντίον της δομής. Και τι συμβαίνει: Η ζωή ξεσπά απάνω μας με πολύ δύσκολες συνθήκες κι όλοι προσπαθούμε να σωθούμε, προσπαθούμε να σώσουμε τον εαυτό μας. Και εγκλωβισμένοι μέσα στο δικό μας δράμα δεν καταλαβαίνουμε τα δράματα που τρέχουν γύρω μας. Δηλαδή, η εποχή μας κάνει τη φρίκη οικεία, συνηθισμένη. Έχει τρομακτικές ταχύτητες, εκρηκτικές καταστάσεις, το ένα πάνω στο άλλο, κι έτσι το μόνο που μας μένει να κάνουμε είναι να εξυπηρετούμε τον εαυτό μας. Αυτό μας κάνει στο τέλος κελύφη του εαυτού μας. Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι. Δεν πρέπει ο σύγχρονος άνθρωπος να καταλάβει τις συντεταγμένες της εποχής. Πρέπει να σταματάει στην προσωπική του ευτυχία και στο προσωπικό του δράμα.
Γι’ αυτό σκέφτηκα να κάνω μερικές ιστορίες με κεφάλαια χωριστά και να τις αναμίξω. Στο τέλος έδωσα ένα χάρτη για την ανάγνωση, ώστε όποιος θέλει να διαβάσει ξανά την κάθε μία ιστορία χωριστά, αφού έχει επιγευθεί την ατμόσφαιρα των ιστοριών στην πρώτη ανάγνωση, να καταλάβει και τη δομή τους.
Η εποχή μας ξεπερνά. Τα γεγονότα που ζούμε είναι πιο δυσοίωνα από ό,τι είναι το βιβλίο. Και για να το αντέξουμε αυτό το πράγμα, κάνουμε αυτολογοκρισία στον εαυτό μας. Προσπερνάμε το πρόβλημα, δεν στεκόμαστε απέναντί του, αυτή είναι μια αυτολογοκρισία. Και συσσωρεύεται ένα τρομερό αδιέξοδο, που έρχεται μια στιγμή που ο κόμπος φτάνει στο χτένι και ξεσπάει. Σε προσωπικό επίπεδο, ή συλλογικό όπως συμβαίνει σήμερα.
Όταν γράφω ένα βιβλίο στο νου μου έχω, ο απλός αναγνώστης να καταλάβει, να αναγνωρίσει. Να αναγνωρίσει τι είναι αυτό που ζει. Γιατί είναι παραζαλισμένος. Όταν αναγνωρίσει αυτό που ζει, μπορεί να το πολεμήσει αν θέλει. Και μόλις το αναγνωρίσει, όλο αυτό το κακό, αυτομάτως- ούτε επαναστάσεις χρειάζονται, ούτε τίποτα- ξορκίζεται καταρρέει, δεν έχει πια λόγο ύπαρξης. Εκεί παίζεται όλο το παιχνίδι: Να μπορέσουμε να αναγνωρίσουμε αυτό που ζούμε».
Στην εκδήλωση παρουσίασης μίλησε και ο Απόστολος Μπενάτσης, επίκουρος καθηγητής νέας ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων που ελπίζω κάποια στιγμή να δημοσιοποιήσει και την εισήγησή του.
Παρακάτω δημοσιεύω τη δική μου ομιλία για το Μίξερ σε αυτήν την εκδήλωση:
Η ευγενική πρόσκληση του εκδοτικού οίκου Ελληνικά Γράμματα να μιλήσω για το Μίξερ του Γιώργου Μανιώτη, μου προκάλεσε μια μικρή αφύπνιση. Είχα διαβάσει ότι βγήκε το βιβλίο, το σημείωσα στη νοερό μου ημερολόγιο ότι μπορεί, ίσως, κάποια στιγμή να το διαβάσω, μαζί δίπλα με ένα «δεν ξέρω… θα δω…». Όχι τόσο με την εύκολη πρόφαση του «δεν έχω χρόνο, δεν προλαβαίνω…». Χρόνος δεν υπάρχει ποτέ και για τίποτα άλλωστε. Το χρόνο τον ανακαλύπτουμε, τον δικό μας χρόνο τον κατακτάμε… Και στον δικό μας χρόνο, όχι κατ’ ανάγκη κερματισμένο σε εργάσιμο ή ελεύθερο, βάζω κι αυτόν της ανάγνωσης.
Φαντάζομαι, ότι είχα μια απώθηση με το έργο του συγγραφέα, γιατί δεν ήμουν σίγουρος αν θα έπρεπε να εμπλακώ με το ανθρωπολογικό του σύμπαν, οικείο μου από παλιότερα αναγνώσματα, όταν είχα λιγότερες απωθήσεις και διάβαζα χωρίς πολλές αρχικές επιφυλάξεις: Ορίστε τα Ρόδα, Μαμά, Ο Πάκμαν θα τους φάει, Το Ματς, Τα Σαντέ της Σαπφώς, κομμάτια από τα θεατρικά άπαντα, συνεντεύξεις του συγγραφέα. Ήρωες βαθιοί, συμπεριφορές, διάλογοι κρεμάμενοι, μεταίχμιοι, εύγλωττες υπονοήσεις και σιωπές.
Τα κείμενα του Μανιώτη μοιάζουν πάντα σύντομα, σαν κομμάτι ζωής αλλουνών, ξένων, των ηρώων του, αλλά που και που, τις περισσότερες φορές σαν κομμάτια και της δικής μου ζωής, αυτής που έζησα μεγαλώνοντας στο μικροαστικό περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας, αυτής που υποψιάστηκα ότι ζουν άλλοι, αυτής που ζω χωρίς ενίοτε να το καταλαβαίνω ολοκληρωτικά.
Δεν κρίνω κατ’ ανάγκη το έργο του συγγραφέα, δεν με ενδιαφέρει καν η διαδικασία. Άλλωστε αυτή είναι η δουλειά των μελετητών και των κριτικών και ο Μανιώτης δεν έχει καν την ανάγκη τους με τόσο μεγάλο έργο, βραβευμένο συχνά και πολυδιαβασμένο ακόμα συχνότερα.
Φαντάζομαι ότι για να έχω μια αίσθηση αυτού του έργου, κάπως θα καταστάλαξε μέσα μου, άρα θα το ενέκρινα, θα του έβαλα ένα θετικό πρόσημο.
Το λέω αυτό γιατί η τεχνική της δημοσιότητας, ο εμπορικός κόσμος του βιβλίου, το life style και τα Μέσα Ενημέρωσης, από τα οποία δεν ξεχωρίζω την ύπαρξή μου την επαγγελματική, έχουν ανάγκη τα πρόσημα, τα συν και τα πλην, τα ναι και τα όχι, τα in και τα out.
Μέσα από αυτό το σύμπαν θα έλεγα ότι το Μίξερ είναι ένα καλό βιβλίο που διαβάζετε μέχρι το τέλος, με κάποια κούραση πάντως γιατί είναι μεγάλο- 18 ιστορίες με επτά κεφάλαια η καθεμιά, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει στο τέλος, προτείνοντας και έναν δύο τρόπους να το διαβάσουμε.
Και στα αρνητικά να σημειώσω και το μίξερ του ύφους και των διαφορετικών «ειδών» γραφής, πάνω από αυτό των ηρώων και των ιστοριών.
Στον άλλο δικό μου κόσμο, αυτόν που προσπαθώ να τον διαφεντεύω μόνος μου (αλλά…), αυτό το μίγμα δεν ήταν καθόλου αρνητικό, το βρήκα μάλιστα διασκεδαστικό. Διάβασα το βιβλίο σελίδα με σελίδα σαν μυθιστόρημα με πολλά πρόσωπα και ιστορίες, φαντάζομαι όμως ότι διαβάζεται και σαν ξεχωριστό διήγημα η κάθε ιστορία με τις οδηγίες που έχει στο τέλος.
Για μένα συνεπώς το Μίξερ είναι ένα παζλ, ένα μωσαϊκό του κόσμου γύρω μου, της κοινωνίας που ζω, της πατρίδας, του τόπου.
Θα περιέγραφα αυτόν τον κόσμο που αναδύεται μέσα από το βιβλίο, ως αληθινό και αυθεντικό. Θα πρόσθετα επίσης το αίσθημα του δυσοίωνου που με κατέκλυσε κάποιες φορές, του πνιγηρού, ένα αίσθημα τέλους κάποιες άλλες φορές. Καλά έκανα και είχα επιφυλάξεις που δεν ήθελα να το διαβάσω από την αρχή…
Ο συγγραφέας θα γράψει στο τέλος απευθυνόμενος σε απαιτητικούς αναγνώστες: «Χιλιάδες τεθλασμένες ζωές σαν ένας σωρός στοιβαγμένα φίδια στο βάθος μια βαθιάς δεξαμενής. Αυτό το αίσθημα αποκομίζω από όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας».
Νομίζω ότι δεν θα μπορούσε να γίνει πιο σαφής.