Υπάρχουν ταινίες που δύσκολα θα δω για δεύτερη φορά, γιατί δεν αντέχω τον σπαραγμό τους. Μία τέτοια είναι ο Κλέφτης Ποδηλάτων του Βιτόριο Ντε Σίκα, μια μοναδική σπουδή πάνω στη φτώχια, την πατρότητα και την κακιά μας μοίρα (που δεν είναι βέβαια μοίρα, αλλά τέλος πάντων).
Μία ταινία που δύσκολα θα ξαναδώ λοιπόν είναι ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου. Γι’ αυτό και χάρηκα πολύ που είναι από χτες μέσα στις 5 υποψήφιες για το Όσκαρ ξένης ταινίας. Πρόκειται βέβαια για μοναδική τιμή για το ελληνικό σινεμά και συνολικά για τον ελληνικό πολιτισμό, μία σπάνια αναγνώριση για τη μικρή μας χώρα. Για να φανταστεί κανείς αυτή τη σημασία να θυμίσουμε ότι η πρώτη φορά που πήγαμε στα Όσκαρ σε αυτήν την κατηγορία ήταν το 1963, με την "Ηλέκτρα" του Κακογιάννη και ακολούθησαν τα "Κόκκινα φανάρια" (1964) του Βασίλη Γεωργιάδη, "Το χώμα βάφτηκε κόκκινο" (1966), του Γεωργιάδη πάλι, και η "Ιφιγένεια" (1978) του Μιχάλη Κακογιάννη. Και τα ελληνικά όσκαρ είναι επίσης λιγοστά αλλά διαλεχτά (η Παξινού, ο Χατζιδάκις, ο Γαβράς, ο Κακογιάννης με τον Ζορμπά).
Και συμβαίνει το εξής: Από τη μία μόνιμα μίζεροι, πιστεύουμε ότι μόνο σε ένα εκ των υστέρων ωραιοποιημένο παρελθόν, ο ελληνικός πολιτισμός ακτινοβολούσε, κάτι που σπάει βέβαια ο Λάνθιμος.
Από την άλλη, αυτό το απίστευτο χάλι που ζούμε με το ελληνικό life style από το ’90 μας είχε πείσει (ή προσπάθησε έστω) ότι το σινεμά είναι για γκλάμορους και κόκκινα χαλιά κι ότι διασημότητα είναι να βάζεις τα κλάματα στις απονομές των όσκαρ.
Και ήταν θυμίζω και πιο ιδεολογικά τα πράγματα γιατί στις ιλουστρασιόν σελίδες των περιοδικών και στα πρωινάδικα προσπαθούσαν να μας πείσουν και για κάτι ακόμα: Ότι το σινεμά είναι για διασκέδαση, ότι πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος και ότι τέλος πάντως πρέπει να τελειώσουμε με τα κουλτουριάρικα και να το κάνουμε όπως οι Αμερικάνοι. Ε, να που τώρα έρχονται οι Αμερικάνοι και κάνουν διάσημη μια ταινία που σπάει κόκαλα, που έχει αρχή μέση και τέλος, αλλά πιστέψτε με δεν θέλετε να δείτε ούτε τη μέση ούτε το τέλος.
Αλλά υπάρχει κι ένα μυστικό: Ο Λάνθιμος σε πείθει να δεις και παρακάτω. Και σου υποβάλλει σιγά σιγά την ιδέα ότι όλα αυτά τα εξωπραγματικά (;) σε αφορούν προσωπικά, ότι μιλάει για εσένα και τη δική σου οικογένεια.
Δεν είπα ακόμα την υπόθεση, ε; Πιθανά να μην έχει και τόση σημασία. Μια οικογένεια κρατάει εσώκλειστα τα παιδιά στο σπίτι, λέγοντας ότι έξω υπάρχει μόνο το κακό. Μην προσπαθείστε να φανταστείτε τι συμβαίνει. Απλώς δείτε την ταινία.
Αλλά η ευθύνη δικιά σας, όπως ευθύνη δικιά σας και δικιά μου, είναι η καθημερινή βία που ασκούμε στην καθημερινή μας ζωή και ο άθλιος τρόπος που βυθίζουμε τη ζωή μας στο τίποτα.
Α… υπάρχει και μία άλλη ταινία που δεν ξαναβλέπω: Το «Σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη. Είναι μια άλλη οπτική στο ίδιο θέμα.