Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

Ένας Τσέχωφ που συναντά το κοινό του


Ο «Γλάρος» από το Δημοτικό Θέατρο Ιωαννίνων και το Δημοτικό Θέατρο Λάρισας είναι μία ολοκληρωμένη θεατρική εμπειρία που ανταποκρίνεται στα ερωτήματα και τις ανάγκες του σήμερα

Ζούμε σε εποχές ματαιώσεων, απογοήτευσης, αδυναμίας. Έχουν καταρρεύσει οι συγκολλητικοί μύθοι και τα αφηγήματα πάνω στα οποία στήθηκαν οι εικόνες μας, αλλά και η αντίληψή μας για τον κόσμο, την κοινωνία, τη ζωή μας. Ή έτσι μας φαίνεται, έτσι αισθανόμαστε σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που μας κάνουν να αναθεωρούμε και να αναστοχαζόμαστε. Και συχνά η πραγματικότητα  αλληλοπλέκεται με την αίσθηση που έχουμε γι’ αυτήν και όσα ζούμε μοιάζουν με αυτά που αισθανόμαστε και το αντίστροφο. 
Ο «Γλάρος» του Τσέχωφ, από το Δημοτικό Θέατρο Ιωαννίνων και το Δημοτικό Θέατρο Λάρισας έρχεται ακριβώς σε μία περίοδο που και η ίδια τέχνη υποβάλλεται σε τέτοια ερωτήματα. Σε τι είναι χρήσιμη, ποιον εξυπηρετεί, γιατί υπάρχει η τέχνη;
Η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιάννης Παρασκευόπουλος έκανε πρεμιέρα το Σάββατο στο «Καμπέρειο» σε μία κατάμεστη αίθουσα και χειροκροτήθηκε στο τέλος θερμά από τους θεατές που έφυγαν με μία γεύση ολοκληρωμένης εμπειρίας, κουβαλώντας τις δικές τους ερωτήσεις πια και με όσες απαντήσεις είχαν εγγραφεί σε κάποιες λέξεις, σιωπές, σε σώματα και χειρονομίες που κρατήθηκαν για ώρα μετέωρες στη σκηνή.
Στις μέρες μας, όλοι ξέρουν από θέατρο. Έχουμε δει παραστάσεις, η τηλεόραση δείχνει παραστάσεις ή ταινίες πάνω σε θεατρικά έργα, έχουμε μία επίγνωση του ρόλου των κλασικών συγγραφέων, μπορούμε έστω να λέμε με επάρκεια ότι ξέρουμε από θέατρο κι ας μην ξέρουμε. Πόσο εύκολα δεν αστειευόμαστε με το «Στη Μόσχα αδερφές μου, στη Μόσχα»;

Αναγκαιότητες

Η  παράσταση πιάνει από το πρώτο λεπτό τον θεατή, ίσως και πιο πριν όταν ανακαλύπτεις ότι ο ταξιθέτης είναι και ηθοποιός, πιάνει όλους τους θεατές, γνώστες και μη, επαρκείς ή λιγότερο επαρκείς, βάζει το κοινό μπροστά και του αφηγείται την ιστορία. 
Φίλε θεατή, τώρα θα δούμε Τσέχωφ. Που κι ο Τσέχωφ μάλλον δεν είχε καλοδεί την πρώτη παράσταση του έργου του και σας παρουσιάζουμε και τους ήρωες και τώρα παίζουμε το έργο του Τσέχωφ, αλλά σε λίγο οι ήρωες θα παίξουν κι αυτοί ένα δικό τους θεατρικό, δεν το βλέπουμε ακόμα γιατί είναι κλειστή η σκηνή πάνω στη σκηνή, αλλά προσέξτε γιατί στο διάδρομο περνάει μία ηθοποιός που δεν είναι ηθοποιός, αλλά ηρωίδα του Τσέχωφ, που ίσως να είναι και μία πραγματική κοπέλα που έχει όνειρα να παίξει στο θέατρο και να ζήσει συναρπαστικά. Παύση…
Οι τόνοι ίσως είναι λίγο ανεβασμένοι σε αυτήν την εισαγωγή και κάπως αμήχανα τα πρώτα λεπτά, αλλά από την άλλη, πρέπει να σπάσουν και οριογραμμές και στερεότυπα και έτοιμες εικόνες και προσμονές. Και σπάνε. Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος δεν κάνει πειραματικό θέατρο, ούτε καν εναλλακτικό. Παίρνει ένα κλασικό έργο, γιατί πιστεύει ότι έχει νόημα να ανεβεί σήμερα, γιατί μπορεί να συναντήσει το σύγχρονο κοινό μέσα από κλασικούς, αλλά και λιγότερο κλασικούς δρόμους. Και το πετυχαίνει, γιατί απαντά με δημιουργικό τρόπο στο πρώτο βασικό ερώτημα σήμερα στο θέατρο και την τέχνη; Σε τι χρειάζεται το θέατρο, ποιος είναι ο ρόλος του; 
Ο θεατής ήδη από τη δεύτερη πράξη είναι βυθισμένος στο κείμενο και το έργο. Όλα κυλάνε πια. Ναι, έχουμε ένα δράμα στη σκηνή και ξέρετε τα ανθρώπινα δράματα είναι και γκροτέσκα και καμιά φορά μπορεί να γελάσεις με το πώς φέρονται οι άνθρωποι, πόσο αντιφατικοί είναι, πόσο τους φοβίζει ο θάνατος και τα γηρατειά, πόσο φτωχά και ποταπά μπορεί να γίνουν τα όνειρά τους. Κι εκεί πια το έργο  έχει γίνει παράσταση, δεμένη με τους θεατές της, συν-κινούμαστε με τα πάθη των ηρώων κι αναρωτιόμαστε από μέσα μας πια, πόσο μας αφορούν. Στον νεαρό συγγραφέα βλέπουμε το παιδί μας, στη διάσημη ηθοποιό μητέρα του, τα λάθη μας ως γονείς, στον θείο δημόσιο υπάλληλο τις ματαιώσεις μας ή στο γιατρό το πόσο κυνικούς μας κάνει ο ορθολογισμός ενίοτε. 
Αλλά κι όλα αυτά να μην συμβούν, η κίνηση από το κοινό προς την παράσταση είναι ενεργή, το έργο αποκαλύπτεται, μέγας ο Τσέχωφ, γράφει για όσα εννοούνται, οι διάλογοι μοιάζουν σαν κρύσταλλα πια στη σκηνή που μέσα τους καθρεφτίζονται ζωές και σχέσεις, απώλειες και κεκτημένα από την πείρα ενός χρόνου που τρέχει σαν το τρένο που περιμένει στο σταθμό, αλλά δεν εγγυάται δυστυχώς και ανέφελα ταξίδια. Παύση. 
Η παράσταση όμως δεν είναι καλή μόνο γιατί είναι καλοδουλεμένη, γιατί διαθέτει μία πολύ καλή ομάδα ηθοποιών, γιατί όλο το έργο των συντελεστών από τα σκηνικά ως τη μουσική έχει κολλήσει σαν ένα αυτονόητο σύνολο. Όλα αυτά λειτούργησαν και είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της παράστασης, αυτή η αίσθηση της πληρότητας. 

Η νεότητα

Αλλά προς τι ο Τσέχωφ, γιατί ένα τέτοιο έργο σήμερα; Σίγουρα όχι γιατί μας ενδιαφέρει η αρχαιολογία της ζωής σε μία ρώσικη φάρμα στο τέλος του 19ου αιώνα. Αλλά, μεταξύ άλλων πολλών, γιατί πάνω από έναν αιώνα μετά, αναγνωρίζουμε σήμερα ότι είμαστε σε ένα ή πολλά μεταίχμια, ότι το μέλλον διαρκεί πολύ περισσότερο από όσο αντέχουμε, ότι η στυφή γεύση στο στόμα μας είναι από την αναγνώριση του γεγονότος πια ότι δεν ευτυχήσαμε, ότι δεν τρέξαμε πίσω από το όνειρό μας κι ότι ακόμα κι όταν το κυνηγήσαμε το είδαμε να συνθλίβεται σαν ένας σκοτωμένος γλάρος. Στην καλύτερη περίπτωση, αποσυρθήκαμε κοιτώντας να τα βγάλουμε πέρα όπως μπορούμε. 
Μόνο που- προσοχή-, πρέπει να αναλάβουμε τις ευθύνες μας και να μην τις φορτώσουμε σε όσους έρχονται πίσω μας. Η νεότητα, οι νέοι άνθρωποι, δεν είναι τα υποχείριά μας, δεν μπορούμε να παίζουμε μαζί τους, δεν γίνεται να τους απομυζούμε για να κρατιόμαστε εμείς ζωντανοί και νέοι έστω και στην όψη, με τα δόντια σφιγμένα επιτυχημένοι, επιζήσαντες, κραταιοί. Γιατί τελικά, αν δεν καταφέρουμε να διαπραγματευτούμε στοιχειωδώς τα χρέη μας με το χρόνο, αν δεν αναθεωρήσουμε το μέτρο της ευτυχίας και το τίμημα που έχουν τα όνειρα, αν συνεχίσουμε να επεκτείνουμε την ισχύ μας σε ένα δάνειο μέλλον, τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι στερούμε και λίγη ή πολλή από την ομορφιά, την τόλμη και την επιθυμία για ζωή των νέων παιδιών. Πώς μπορεί να πορευτεί η ζωή χωρίς τον ανθό της; Παύση. 
Ένας άηχος πυροβολισμός μας πνίγει σε δίνες απαντήσεων που μας βρίσκουν ανέτοιμους. Θα έπρεπε όμως να είμαστε πιο προετοιμασμένοι, όλα τα σημάδια, οι λέξεις, οι χειρονομίες, τα σώματα, ήταν εκεί μπροστά μας τόσες ώρες. Η ηθοποιός επιστρέφει στη σκηνή για το χειροκρότημα του κοινού. Η ηρωίδα δεν ξέρουμε. Η παράσταση θα μπορούσε να ξεκινήσει από την αρχή.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία Ιωαννίνων

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Τίποτα δεν ανθίζει στον κόσμο της ματαίωσης


Ο «Ορέστης» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας ανέβηκε το καλοκαίρι ως μία καθαρή φωνή υπεράσπισης του ανοιχτών προσδοκιών και της νεανικής ελπίδας, σε έναν άναρθρο κόσμο που μετεωρίζεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει προ πολλού στο κενό



Να λες την αλήθεια, να έχεις αξίες και αρχές να συμβάλλεις στο κοινό καλό. Ο πολίτης φτιάχνεται μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο προτροπών και επιταγών κι όσο ανοίγει η εικόνα, όσο από το ατομικό περνάμε στο συλλογικό έρχεται πιο κοντά και η έννοια της πόλης.
Τότε γιατί τόσος πόνος, γιατί ο Ορέστης κείτεται σχεδόν νεκρός σε ένα κρεβάτι στο μέσο της σκηνής; Γιατί η Ηλέκτρα μοιρολογεί, γιατί πενθεί;
Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη που ανεβάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας φέτος με παράσταση και στην αρχαία Δωδώνη, ξεκινά ξεγελώντας τον θεατή, καθησυχάζοντάς τον ότι το θεατρικό σύμπαν, το δράμα που θα δει να εκτυλίσσεται μπροστά του, θα θέσει για μία ακόμα φορά το θέμα της ανθρώπινης ύπαρξης και του δέοντος και στο τέλος θα έρθει η κάθαρση με τους κανόνες θεών και ανθρώπων.
Ο Ορέστης σκότωσε την Κλυταιμνήστρα γιατί πρόδωσε τον Αγαμέμνονα, τον πατέρα του. Τι θα έκανε στη θέση του ο κάθε γιος; Γιατί όμως έκτοτε μοιάζει σαν να κατέρρευσε εντός του; Οι ενοχές προφανώς, οι Ερινύες τον κυνηγούν. Ή μήπως έκανε λάθος;
Η πόλη, μαθαίνουμε ότι δεν συμφωνεί με αυτήν την πράξη και θα τιμωρήσει τον Ορέστη και την Ηλέκτρα γιατί παρέβησαν τους νόμους. Ακόμα και σε αυτό το σημείο, υπάρχει ακόμα κάτι γνώριμο, η σύγκρουση αξιών, η διαφορά ίσως του παλιού με τον νέο κόσμο.
Η Ελένη όμως θα προκαλέσει με την εμφάνισή της, το πρώτο ρήγμα στην κανονικότητα. Πρόκειται για τη γνωστή Ελένη του μύθου, που για χάρη της στον πραγματικό κόσμο έγινε ο Τρωικός Πόλεμος. Θα την δούμε στη σκηνή για λίγο, λίγη, κυνική, σαρκαστική. Πέθαναν τόσοι άνθρωποι, διαλύθηκαν ζωές, χάθηκαν γενιές ολόκληρες νέων, «για μια Ελένη».
Μα «γι’ αυτήν την Ελένη» έγιναν όλα αυτά; Μπορεί η πόλη να θεωρεί ότι η υπόθεση του Ορέστη είναι απλώς ένα προσωπικό θέμα, ένα ατομικό έγκλημα;
Και η πόλη, η δημοκρατία, καταλαμβάνει τη σκηνή. Ο διάλογος του άρχοντας Τυνδάρεως με τον μεγάλο νικητή του πολέμου Μενέλαο, αποκαλύπτει σταδιακά, ότι πάνω από όλα βρίσκεται το συμφέρον της εξουσίας. Ο Ορέστης πρέπει να πεθάνει γιατί αμφισβητεί τα κυρίαρχα, θέτει στην ουσία και την πράξη θέμα για τα «καλώς καμωμένα». Αν όποιος θέλει σκοτώνει και δολοφονεί, τότε πώς θα επιβληθεί ο νόμος; Κράτος είναι όποιος ορίζει τη νόμιμη ή μη βία.
Σωστό ακούγεται και είναι αυτό. Θεμέλιο της δημοκρατίας το δίκαιο. Αλλά και πάλι το θέμα δεν είναι μόνο εκεί. Γιατί ο Ορέστης με την πράξη του, υπονοεί ότι ο πόλεμος δεν ήταν τελικά και τόσο δίκαιος, ότι έπληξε την πόλη και τις αξίες της, ότι προκάλεσε πολλά χειρότερα από όσα πήγε να καταστείλει αρχικά «για μια Ελένη».
Οπότε, αν επιτραπεί να ζήσει ο Ορέστης είναι σαν να αμφισβητείται η κρίση της εξουσίας, η ίδια η εξουσία, η τάξη πραγμάτων. Άρχοντες με πολλά συμφέροντα να διακυβεύονται και πολίτες πρόθυμοι να εθελοτυφλούν, δεν θα αφήσουν περιθώρια να τιναχτούν όλα στον αέρα για δύο παιδιά που ψάχνουν το δίκιο τους.


Το δράμα οδεύει προς το τέλος του. Ο Ευριπίδης θα δώσει λύσεις για να ικανοποιηθούν όλοι οι θεατές, σαν να έφευγαν από ένα πιο ελαφρύ έργο, σαν από μία κωμωδία. Καμιά φορά, όμως, το θέατρο μπορεί να σε κάνει να ταυτιστείς με τα διλήμματα των ηρώων και να δεις αλλιώς την πόλη σου γύρω. Ή μήπως γι’ αυτό και γράφτηκε και το έργο; Το ιστορικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο ανέβηκε ο «Ορέστης» στην αρχαία Αθήνα έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι γνωστό και για το σημερινό θεατή. Το μόνο που ίσως πρέπει να γνωρίζει, είναι ότι και εκείνοι οι θεατές, όπως και ο ίδιος ο Ευριπίδης ήταν γνώστες και της δραματουργίας και των πολιτικών θεμάτων της εποχής τους.
Θα ήταν παρήγορο για όλους, να μέναμε στην αρχή του έργου, όταν τα υπαρξιακά διλήμματα συναντούν τον κόσμο των αντιφάσεων στις σύγχρονες πόλεις. Θα ήταν καλύτερο να ήταν και το θέατρο σήμερα, ένας κανόνας, κάτι σαν μύστης της ύπαρξης, να μας δίνει στο πιάτο έτοιμες γεύσεις, οδηγίες για το πώς πρέπει να ζούμε. Αλλά αυτός ο «Ορέστης» και τότε που γράφτηκε και τώρα που ξανανεβαίνει, μάλλον ήθελε το αντίθετο.
Θέλει να μας δείξει, ότι δεν υπάρχει τίποτα να πατήσουμε, ότι τα ρήγματα έχουν γίνει τεράστια χάσματα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ατομική λύτρωση όταν δεν μπορεί να λειτουργεί και η συλλογική μας ζωή, ότι δεν υπάρχει παρηγοριά, διαφυγή, ξεφεύγοντας, κάνοντας ότι δεν βλέπεις την κατάρρευση, την αποδόμηση γύρω σου. Δεν μπορείς να επικαλείσαι τις αρχές σου, όταν αποτελείς μέρος μιας κοινωνίας χωρίς αρχές, μιας πόλης που αυτοϋπονομεύεται καταργώντας κάθε αρχή και κανόνα, ανάλογα με τη συγκυρία και τα συμφέροντα που χειραγωγούν τη δημοκρατία και τη μετατρέπουν σε ξόανο, σε μάσκα.


Η παράσταση του ΚΘΒΕ, κατάφερε μέσα στο καλοκαίρι να κερδίσει παράσταση με παράσταση τους θεατές της. Είναι μία έντιμη, τολμηρή, καθαρή φωνή σε μια εποχή που χρειαζόμαστε το θέατρο και την τέχνη ως κινητήρια δύναμη. Όλα λειτουργούν στη σκηνή (και το σκηνικό και η μουσική και πρωτίστως οι εξαιρετικές ερμηνείες), σαν μία συγκροτημένη, ολοκληρωμένη πρόταση πάνω στο ίδιο το έργο, αλλά και πάνω στις προκλήσεις της εποχής. Γιατί να κάνεις θέατρο σήμερα αν δεν μπορείς να ανταποκριθείς σε αυτές τις προκλήσεις;
Ο Γιάννης Αναστασάκης, σκηνοθετεί τον «Ορέστη» σαν ένα πολιτικό θρίλερ για ένα διαλυμένο κόσμο, για τη σύγκρουση δύο και παραπάνω διαλυμένων κόσμων. Όλες οι πλευρές μοιάζουν να έχουν δίκιο. Και ο Ορέστης και η πόλη προτάσσουν το δίκιο τους. Όταν όμως όλοι έχουν δίκιο, αλλά αρνούνται να βρουν τη σύνθεση, την ενότητα, τότε κανείς δεν έχει δίκιο.
Και δεν υπάρχει τέλος, γιατί έχει καταστραφεί και το παρελθόν. Δεν ξεκίνησε σήμερα το πρόβλημα, μην γελιόμαστε. Το παλάτι δεν είναι υπό κατασκευή, όπως υπονοεί το σκηνικό, αλλά είναι υπό διάλυση. Ποιος λογικός άνθρωπος θα ξεκινούσε δέκα χρόνια πριν έναν πόλεμο «για μια Ελένη»; Ή μήπως είναι ακριβώς αυτή η «λογική» που συγκροτεί τις κοινωνίες, που είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση;
Και δεν είναι τελικά παράλογο που οι πρώτοι που διαισθάνονται την πιο βαθιά ρήξη είναι οι νέοι άνθρωποι. Η μικρή Ηλέκτρα που χάνει τις λέξεις της γιατί δεν βρίσκει νόημα. Που προσπαθεί να βρει νόημα ακολουθώντας το δίκιο που την πνίγει. Ακούγεται τόσο ξεκάθαρο αυτό το δίκιο από το στόμα του Πυλάδη: Μας πνίγουν όλοι αυτοί, θα τους πνίξουμε κι εμείς, θα βάλουμε φωτιά και θα τα κάψουμε όλα. Όμως καμιά βία δεν βρήκε λύτρωση απέναντι στη βία. Κανένας φόνος, καμιά απώλεια, δεν μπόρεσε ποτέ να προσθέσει, να φέρει την ελπίδα.
Το αδιέξοδο είναι πλήρες. Ο «Ορέστης» είναι μια βαθιά απαισιόδοξη ματιά σε έναν κόσμο που έχει εγκλωβιστεί μέσα στην ευημερία,  τη ματαιοδοξία και την αλαζονεία, μην μπορώντας να προσφέρει πια κανένα δρόμο κάθαρσης, αυτοεκπλήρωσης και ικανοποίησης προς τους ανθρώπους. Μένει μόνη να αιωρείται μια έγνοια για τα νέα παιδιά, για τη νεότητα που θέλει να ζήσει τα όνειρά της, να γνωρίσει τη φιλία, την αλληλεγγύη, τον έρωτα, αλλά συναντά μόνο τείχη, ματαιώσεις, απογοήτευση. Θα ανοίξει ένας δρόμος γι’ αυτούς τους νέους ή θα περιμένουμε κάθιδροι μία ακόμα «λύση» από τους από μηχανής θεούς;

Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία Ιωαννίνων

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον κόσμο της ιστορίας και της πολιτικής

Το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου και του Δημήτρη Χριστόπουλου «10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό» αποτελεί ένα ερέθισμα για να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις του καιρού μας


Πώς μπορούμε να συζητήσουμε δημόσια ένα «εθνικό θέμα»; Και το κυριότερο, πώς λύνεται ένα «εθνικό θέμα»;
Για το πρώτο, για τη συζήτηση, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Συχνά είναι αδύνατο να κάνεις μια συζήτηση με όρους διαλόγου, συναίνεσης και βούλησης για σύνθεση. Το πιο πιθανό είναι η συζήτηση να μην οδηγηθεί πουθενά και κάποιες απόψεις να χαρακτηριστούν ως «αδύναμες» ή και «ενδοτικές». Η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τα μεγάλα εθνικά μας θέματα είναι πολλές φορές μια σειρά από απόλυτες απόψεις που στόχο έχουν να πλήξουν τον πολιτικό αντίπαλο και όποιον εκφράζει μία διαφορετική άποψη. Το «ανάθεμα» του Διχασμού δεν είναι και τόσο μακρινή ιστορία όπως ίσως να νομίζουμε.
Από την άλλη, τι εθνικό θέμα είναι εκείνο που μπορεί να λυθεί με ένα νόμο, μία συζήτηση, με την πίστη στη δημοκρατική διαβούλευση; Στο μυαλό μας τέτοια θέματα είναι «προαιώνια», γι΄ αυτό κι εν τέλει τόσο απόμακρα, τόσο έξω από την κοινωνία που δεν μπορεί να λύνονται και εντός αυτής.
Κάπως έτσι έγινε και με το «μακεδονικό». Σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα της ΠΓΔΜ είναι ένα αναλλοίωτο στο χρόνο πρόβλημα, κάτι που δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο αν υιοθετηθεί πλήρης η θέση της Ελλάδας με απαλοιφή κάθε αναφοράς στο όνομα «Μακεδονία». Σε επίπεδο πολιτικής βέβαια τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα αφού η Ελλάδα έχει υπογράψει την περίφημη Ενδιάμεση Συμφωνία το 1995 που περιλαμβάνει κι αυτό το ακατανόμαστο «Μ», ενώ και στο παρελθόν και όλη την μεταπολεμική περίοδο δεν είχε ξεσηκώσει τέτοια αντίθεση για το όνομα του κράτους που περιέχονταν στην ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης 140 άλλα κράτη αναγνωρίζουν μόνο το συνταγματικό όνομα της ΠΓΔΜ και δεν ενδιαφέρονται για τις ελληνικές θέσεις. Και το κυριότερο, οι εξελίξεις τρέχουν, τίθεται το ζήτημα της διεύρυνσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και οι νέες γεωπολιτικές σχέσεις στα Βαλκάνια. Κι όσο κι αν η Ελλάδα εισακούγεται γιατί είναι μία ισχυρή χώρα της Ευρώπης, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν θα την ξεπεράσουν οι εξελίξεις.
Γνωστά αυτά θα πει κάποιος. Και παρ’ όλα αυτά, δικαιούνται οι Έλληνες να επιμένουν στη θέση κατά της όποιας σύνθετης ονομασίας, ενώ και η διπλωματία μπορεί να διατηρήσει τη στάση αδράνειας μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες. Είναι όμως δυνατό να γίνεται κάτι τέτοιο για πάντα; Μπορεί η Ελλάδα να κάνει ότι δεν βλέπει τι γίνεται γύρω της; Είναι προς το συμφέρον της να μη θέλει καμία λύση;
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία με τα ερωτήματα να επανέρχονται, επειδή όπως φαίνεται υπάρχουν πλευρές εντός και εκτός Ελλάδας που θέλουν να δώσουν απαντήσεις, έρχεται κι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο να συνδράμει στο διάλογο. Ο Ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος και ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Δημήτρης Χριστόπουλος, έγραψαν «10+ 1» Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Μακεδονικό» (από τις εκδόσεις Πόλις) με στόχο να συμβάλλουν στη δημόσια συζήτηση και να απαντήσουν θετικά στο ερώτημα αν πρέπει να λυθεί το «μακεδονικό».
Αυτό που πετυχαίνουν, όμως είναι κάτι παραπάνω από αυτό που έγραψαν. Πετυχαίνουν να απευθυνθούν στον πολύ κόσμο, σε όλους εκείνους που ίσως να μην διαβάζουν καν βιβλία, που ίσως να μη γνωρίζουν καν πού και πώς να αναζητήσουν πληροφορίες και γνώση για τα μεγάλα θέματα του καιρού μας. Απευθύνονται σε όσους πιθανότατα έχουν στερεότυπα και ταμπού με τέτοια θέματα, πιθανότατα να πιστεύουν το αντίθετο από αυτό που τους καλούν να συναινέσουν. Και τους βάζουν σε έναν κόσμο γεμάτο από ψηφίδες ιστορίας, πολιτικής και διπλωματίας, κοινωνικών αντιθέσεων, ανθρώπινων στιγμών, για να αναδείξουν το κύριο, ότι το «μακεδονικό» όχι μόνο πρέπει να λυθεί, αλλά μπορεί και να λυθεί, ότι είναι μία δυνατότητα που έχουν στα χέρια τους οι πολίτες, μόνοι τους, ότι μπορούν οι ίδιοι να δώσουν διέξοδο εκεί που σήμερα μοιάζουν όλα αδιέξοδα.
Γιατί τελικά ακόμα και το χειρότερο «τραύμα» το θεραπεύεις μόνο όταν το κοιτάς κατάματα και το αντιμετωπίζεις. Και υπάρχουν πολλοί σήμερα στην Ελλάδα που μπορούν να αναγνωρίσουν τη σημασία που έχει να αντιμετωπίζεις τα τραύματα και τις αποσιωπήσεις της ιστορίας, όχι θεωρητικά, αλλά γιατί σε αφορούν προσωπικά, είναι θέμα ταυτότητας για σένα, το χωριό σου, την πόλη του, τη χώρα. Τολμούμε να πούμε ότι αυτό το βιβλίο δεν αφορά κυρίως εκείνον που συμφωνεί με τις θέσεις των συγγραφέων, αλλά εκείνον που δεν συμφωνεί, αλλά καλοπροαίρετα ψάχνει να βρει το όριο της διαφωνίας του.
Επιπλέον, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που μας επιστρέφει στην παράδοση του πολιτικού διαλόγου, του να διαβάζουμε για όσα συμβαίνουν, του να προβληματιζόμαστε. Ακούγεται κάπως λίγο αυτό, αλλά ας αναρωτηθούμε, πότε πήγαμε τελευταία φορά σε μία πολιτική εκδήλωση, πότε διαβάσαμε ένα βιβλίο ή ένα άρθρο που να μας άνοιξε ένα δρόμο; Κι αυτός ο δρόμος είναι και μία ακόμα αρετή αυτού του βιβλίου. Μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για το επόμενο ανάγνωσμα, για την επόμενη αναζήτηση. Γιατί προπολεμικά γίνονταν κρατικές απογραφές που ρωτούσαν συγκεκριμένα και τη γλώσσα που μιλάνε οι Έλληνες, τι έγινε στο χώρο που άφησε πίσω της η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τι έγραψε ο Μυριβήλης ή η Πηνελόπη Δέλτα, τι άλλαξε από την άλλη πλευρά των συνόρων, γιατί υπογράφηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία, τι είναι ωραίο ως μύθος αλλά και τι είναι χρήσιμο ως αλήθεια; Ο αναγνώστης καλείται να συνεχίσει το ταξίδι.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία των Ιωαννίνων στις 24 Μαΐου 2018

Σάββατο 16 Δεκεμβρίου 2017

"Κόκκινη Αμερική": Από την έφοδο στον ουρανό, στο δρόμο της ευημερίας


Η μεγάλη περιπέτεια της ριζοσπαστικοποίησης Ελλήνων μεταναστών στις ΗΠΑ από το 1900 ως το 1950, στην «Κόκκινη Αμερική» του Κωστή Καρπόζηλου, ένα υποδειγματικό βιβλίο ιστορίας με πολλαπλές αναγνώσεις


Ένα από τα εκδοτικά γεγονότα της χρονιάς που φεύγει είναι το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου «Κόκκινη Αμερική, Έλληνες μετανάστες και το όραμα του Νέου Κόσμου, 1900- 1950» από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. 
Είναι ανεπιφύλακτα μία σημαντική παρέμβαση στην έρευνα της ελληνικής μετανάστευσης, μία ολοκληρωμένη εργασία πάνω στη σχέση των μεταναστών στις ΗΠΑ με τις ιδέες του σοσιαλισμού, ένα βιβλίο συνεισφορά ευρύτερα στην ελληνική ιστοριογραφία και ειδικότερα στην ιστορία των πολιτικών ιδεών τον 20ο αιώνα.
Το γεγονός ότι προέρχεται από έναν νέο ιστορικό, με αξιόλογες σπουδές στην Ελλάδα και το εξωτερικό, Διευθυντή σήμερα των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) και μεγαλωμένο στην πόλη μας, κάνουν αυτό το βιβλίο ακόμα πιο ενδιαφέρον για τους Γιαννιώτες αναγνώστες και αναγνώστριες.

Μία μεγάλη διαδρομή

Κατά τη δεκαετία του ’90 στην Ελλάδα έρευνες και δημοσιογραφικά άρθρα, ανέδειξαν τη ρατσιστική αντιμετώπιση που συνάντησαν πολλοί Έλληνες μετανάστες στην Αμερική πριν από τον πόλεμο. Οι αποκαλύψεις αυτές αντιμετωπίστηκαν από κάποιες πλευρές ως υπερβολικές ή αναξιόπιστες, προβάλλοντας ως αντίθεση την εικόνα του καταξιωμένου στην αμερικανική κοινωνία Έλληνα που ήκμασε και έφτασε ψηλά. Ισχύει όντως αυτή η εικόνα,  κυρίως όμως μετά τον πόλεμο σε μία πολύ διαφορετική περίοδο, οικονομικά και κοινωνικά. Τι έγινε όμως πριν από αυτήν την περίοδο με το πρότυπο του πετυχημένου μετανάστη που έστελνε εμβάσματα και έκανε ευεργεσίες στο χωριό καταγωγής του;
Ο Κ. Καρπόζηλος δεν θέλει να γράψει μία συνολική ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης, αν και είναι φανερό από τα στοιχεία που παραθέτει, ότι τη γνωρίζει καλά. Εστιάζει σε εκείνους τους μετανάστες που επιλέγουν την περιπέτεια του συνδικαλισμού, των σοσιαλιστικών ιδεών, του ριζοσπαστισμού. Τους «κόκκινους», όπως θα τους ήθελε μία πολιτική χαρτογράφηση αποδεκτή ως ένα βαθμό και σήμερα.
Η αφετηρία της «Κόκκινης Αμερικής», όπως την αναφέρει από την εισαγωγή, βρίσκεται «στα αξεδιάλυτα νοήματα που συνδέουν τον οραματισμό ενός Νέου Κόσμου με τις κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πραγματικότητες των Ηνωμένων Πολιτειών».
Ο Νέος Κόσμος που ταυτίζεται σταδιακά με την ακμάζουσα χώρα των ΗΠΑ, ο οραματισμός ενός καλύτερου μέλλοντος για όλους, είναι κι ένα στοιχείο τομής που συμπυκνώνει ετερογενείς δυνάμεις οι οποίες και αποτελούν ήδη από τον 19ο αιώνα αυτή τη μεγάλη προσπάθεια που καταλήγει σε αυτό που μάθαμε να αποκαλούμε «Αμερική». Κυρίαρχο τμήμα αυτής της προσπάθειας είναι οι μετανάστες που καταφτάνουν από την Ευρώπη κι όλο τον κόσμο.
Από το 1890 ως το 1924, 500 χιλιάδες Έλληνες θα φτάσουν στην Αμερική αντιδρώντας στην ανέχεια και τη φτώχεια που άφηναν πίσω τους οι οικονομικές κρίσεις στον τόπο τους, τα κοινωνικά αδιέξοδα ή η αδυναμία των κρατικών μηχανισμών που τους θυμούνταν μόνο όταν ήταν να τους στρατεύσει υποχρεωτικά σε αέναους πολέμους. Στόχος τους, τι άλλο, η εύρεση εργασίας. 
Οι μετανάστες ειδικά από την Ελλάδα και την Οθωμανική αυτοκρατορία που φτάνουν στις ΗΠΑ δεν έχουν εμπειρίες από σοσιαλιστική ή συνδικαλιστική δράση. Αντίθετα, μετανάστες από άλλες ευρωπαϊκές χώρες με βιομηχανική παραγωγή ή ευρύτερη ανάπτυξη των ιδεών του σοσιαλισμού, έχουν εμπειρίες συλλογικής οργάνωσης και δράσης.
Πώς αυτοί οι Έλληνες, με εμπειρίες συχνά μόνο από την ύπαιθρο και τις αγροτικές δουλειές, έρχονται σε επαφή με τον σοσιαλισμό; Το ότι έρχονται σε επαφή πάντως είναι βέβαιο, έστω για κάποια τμήματα του συνολικού πληθυσμού. Και κλειδί γι’ αυτό είναι ότι μπαίνουν στο χώρο της εργασίας, γίνονται εργάτες σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες και εργασίες που απαιτούσαν πολύ προσωπικό (κατασκευές, ορυχεία κλπ).
Ο μεταναστευτικός ριζοσπαστισμός στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, δικτυώνεται με σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές εκδόσεις, εφημερίδες και περιοδικά, οργανώσεις σε σύνδεση με πολιτικούς φορείς της αμερικάνικης αριστεράς, πολυεθνικά εργατικά συνδικάτα.
Χαρακτηριστική είναι η διαδρομή 40 χρόνων των ελληνικών εφημερίδων που εκφράζουν αυτό το πολιτικό φορτίο της Αριστεράς από το 1918 ως το 1956 (Η Φωνή του Εργάτου, το Εμπρός κ.α).
Κι εδώ έρχεται και μία κύρια απάντηση στο βιβλίο. Μελετώντας τον ελληνικό ριζοσπαστισμό των μεταναστών αναδεικνύεται και η πολιτικοποίηση στην Αριστερά στην όποια μορφή της κι αν επιλέγεται, ως μία διακριτή εκδοχή εξαμερικανισμού. Ο συνδικαλισμός, η ζύμωση σε πολιτικές ιδέες, ο ακτιβισμός είναι και μία πορεία των μεταναστών προς μία νέα ταυτότητα, ατομική και συλλογική, ταυτότητα που ταιριάζει με ό,τι συμβαίνει γύρω τους και ανατροφοδοτεί νέους δρόμους επικοινωνίας.
Παράλληλα πάντως, οι Έλληνες μετανάστες διατηρούν αρχικά, ακόμα το ενδιαφέρον τους για τις εξελίξεις στην Ελλάδα, βλέπουν δηλαδή ταυτόχρονα προς τα εμπρός και προς τα πίσω, έχοντας ως όχημα την αριστερή στράτευση και το ενδιαφέρον τους για την πολιτική του καιρού τους.
Η ιστορική διαδρομή θα είναι ταχύτατη, οι εξελίξεις ραγδαίες και μέσα σε αυτές αλλάζουν και οι ίδιοι. Δύο μεγάλοι πόλεμοι, η Μεγάλη Ύφεση, η εκτόξευση της εκβιομηχάνισης. Τι έζησαν και οι μετανάστες εκείνοι! Κι όμως πολλοί τα κατάφεραν, οι ίδιοι ή τα παιδιά τους. Οι Έλληνες μετά τον πόλεμο ξεχωρίζουν μέσα στην κοινωνία, για να φτάσουν ως τις μέρες μας να διεκδικήσουν ως και τον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ με έναν υποψήφιο με καταγωγή μάλιστα από την Ήπειρο. 
Η Αμερική στη δεκαετία του ’50, ικανοποιεί βασικές ανάγκες των εργαζομένων για ατομική ευημερία και ανέλιξη (σταθερή εργασία και μισθός, σπουδές για τα παιδιά, σπίτι στα προάστια). Μοιάζει έτσι να ικανοποιεί και πολλές από τις αναζητήσεις του Μεσοπολέμου, τότε που η Μεγάλη Κρίση τροφοδοτούσε και τον εργατικό ριζοσπαστισμό. Η μνήμη εκείνης της φτώχειας, έρχεται και συμπληρώνει τη συμφωνία σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Κάτι παρόμοιο συνέβη, άλλωστε και στη Δυτική Ευρώπη μετά τον πόλεμο, διαμορφώνοντας και μία νέα αριστερά που αποδέχεται πλέον ως δεδομένη την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα και την οικονομική πρόοδο.
Απέτυχε συνεπώς το προπολεμικό ριζοσπαστικό κίνημα; Εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι απέτυχε. Το όραμα όμως για μία καλύτερη ζωή, το όραμα που πυροδότησε την επαναστατική σκέψη και πράξη στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα,  εμφανίζεται αραιά και που και σήμερα, ως ένα έκκεντρο σχόλιο ενός σιωπηρού χάους που αφήνει πίσω της η απελευθέρωση των κεφαλαίων και η μετατροπή των ατομικών υποκειμένων σε μαζικούς καταναλωτές. Πολλοί κύκλοι έκλεισαν για πάντα, κάποιοι ίσως να είναι ακόμα ανοιχτοί.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο βιβλίο, το οποίο είναι κι αυτό που μας προκαλεί αυτές τις επάλληλες, κυκλικές σκέψεις και μας συνδέει με πολλές άλλες ιστορίες και μεγάλες ή μικρές υποθέσεις που χαρακτήρισαν αυτόν τον σπουδαίο 20ο αιώνα.

Μάχες, όραμα και ευημερία 

Η σφαγή των εξεγερμένων εργατών που ζούσαν στην απόλυτη εξαθλίωση, το  1914 στο Λάντλοου από την εθνοφρουρά του Κολοράντο και η εμβληματική παρουσία του Έλληνα Λούη Τίκα, ηγέτη της απεργιακής κινητοποίησης στα ορυχεία, μοιάζει ως ένα κατάλληλο  σημείο έναρξης για να πιάσει κανείς το νήμα της ιστορίας. Ένας Έλληνας μετανάστης θα γράψει στα αγγλικά, τον Αύγουστο αυτής της χρονιάς στο σημαντικότερο περιοδικό της αμερικάνικης αριστεράς για τη σχέση του καπιταλισμού και τη δολοφονική καταστολή εκείνης της απεργίας, δείχνοντας και τα άλματα που κάνει η συνείδηση μέσα σε καταστάσεις βίαιας ωρίμανσης, ατομικής και συλλογικής. Τον Λούη Τίκα τον ανακαλύψαμε μάλλον αργά στην Ελλάδα, αλλά τα τελευταία χρόνια προκαλεί ευρύτερο ενδιαφέρον ο ιστορικός του ρόλος. Ένας Έλληνας, ήρωας του αμερικανικού εργατικού κινήματος, σύμβολο και για μία διαφορετική διαδρομή του μεταναστευτικού κύματος από όσες γνωρίζαμε.
Τα πρώτα μαχητικά χρόνια (1912- 1914) με όσμωση παράλληλα με τις σοσιαλιστικές οργανώσεις της αμερικάνικης αριστεράς, τα δίκτυα με τις ζυμώσεις στον ελληνικό σοσιαλισμό, η αλληλεγγύη μεταξύ των Ελλήνων εργατών, αναλύονται στο πρώτο κεφάλαιο («Ριζοσπάστες δύο κόσμων 1900 – 1921») με πολλές ιστορίες που θα τις χαρακτήριζε ο σημερινός αναγνώστης ακόμα και ως γοητευτικές. Γιατί αυτό που αποκαλύπτεται, είναι ότι ο Έλληνας μετανάστης δεν ήταν μία εικόνα, ένα είδωλο για να το κατηγοριοποιούμε εμείς σήμερα ανάλογα με τις προτιμήσεις μας, αλλά ένα ζωντανό, δρων υποκείμενο. Οι μετανάστες ζούσαν όπως μπορούσαν καλύτερα τη ζωή τους, πάλευαν γι’ αυτήν προσπαθώντας να προσαρμοστούν σε ένα νέο περιβάλλον, να γίνουν μέρος του.
Τα επόμενα κεφάλαια, «Το πρόβλημα της ταξισυνειδησίας 1921 – 1929» και «Κρίση και επανάσταση 1929- 1934» θα δείξουν ότι η περιπέτεια ποτέ δεν σταμάτησε και οι μορφές που έπαιρνε άλλαζαν συνέχεια.
Το 1924 λαμβάνονται κρατικά μέτρα που περιορίζουν την είσοδο νέων μεταναστών ενώ όλη αυτήν την περίοδο οι εργατικοί αγώνες καλούνται να απαντήσουν και σε πιο πολύπλοκα ερωτήματα από τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και μόνο. Το ερώτημα του εξαμερικανισμού των εργατών έρχεται και απαντά και στο πιο δύσκολο επίδικο, του  πόσο ενιαία μπορεί να είναι η στάση εργατών με διαφορετική εθνική καταγωγή. Αλλά υπάρχουν κι άλλα ερωτήματα όπως το αν η απάντηση στα οικονομικά προβλήματα θα πρέπει να είναι εθνική (να δουλέψουμε όλοι μαζί οι Έλληνες) ή ταξική (όλοι οι εργάτες έχουν τα ίδια προβλήματα) και μαζί με τις αντανακλάσεις από τις αλλαγές στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα με την παγίωση του ρόλου της Σοβιετικής Ένωσης, αυξάνουν τα διλήμματα, αλλά και τις επιλογές.
Και τα χρόνια περνάνε, με σημαντικούς όμως σταθμούς στη διαδρομή. 
Η σταδιακή ανάδειξη και προσαρμογή στην κρίση και τη Μεγάλη Ύφεση τα αλλάζει όλα. Κρίση στις ενδοκοινοτικές σχέσεις που δεν επαρκούν πια ως απάντηση στις προκλήσεις των καιρών, ρήξη με την πατρίδα που «κουρεύει» τις τραπεζικές καταθέσεις των μεταναστών, αλλά μοιάζει πια και πολύ μακριά, ανεργία, εξώσεις, αγώνες κι άλλοι αγώνες, αλλά και πολιτιστικές δράσεις, καλλιτεχνικές αναζητήσεις, μόρφωση, μεγάλα και μικρά θέματα στην  καθημερινότητα του μετανάστη, πολύπλοκη καθημερινότητα όπως ισχύει για όλους, όλες τις εποχές.
Αλλά και αυτοοργάνωση των κομμουνιστών που μπορούν να μετατρέπουν τα προβλήματα σε συλλογική διεκδίκηση, το «σοβιετικό παράδειγμα», οι αναζητήσεις λύσεων με πυγμή σε ανατροφοδότηση με την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη από κάποιες άλλες πλευρές απέναντι από τον ριζοσπαστισμό.
Η αμερικάνικη αριστερά μετέχει σε αυτό το μεγάλο πεδίο προκλήσεων και διλημμάτων, έχει προτάσεις, αποκτά ακροατήριο, αλλά στις εκλογές του 1932 ο πολύς κόσμος γοητεύεται από την υπόσχεση του Φρ. Ρούζβελτ για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Παράλληλα, αυτήν την περίοδο πολλοί Έλληνες μετανάστες εκλέγονται σε διάφορα θεσμικά όργανα, κάνοντας ορατή την παρουσία τους στο αμερικανικό σύστημα. 
Νέες απεργίες έρχονται το 1934 με τη συμμετοχή πια των μεταναστών δεύτερης γενιάς που ζητάνε ισότητα. Εμφανίζονται δυναμικά στο προσκήνιο οι «ξεχασμένοι» της Μεγάλης Ύφεσης που ζητούν πρόσβαση σε μία καλύτερη ζωή.
Η επόμενη περίοδος, στο κεφάλαιο «Πόλωση και συμβιβασμοί  1935- 1940» , αναδεικνύει την εποχή του «Λαϊκού Μετώπου» και την παγκόσμια αντιφασιστική ενότητα, την ταύτιση των στρατηγικών των κομμουνιστών με την αμερικάνικη ιδεολογία, τον «λαό» να  μπαίνει μπροστά στο δρόμο για ένα κοινό όραμα, τα αιτήματα της εργατικής τάξης μοιάζει να ταιριάζουν πια με τις αναζητήσεις κι άλλων πολλών. Οι Έλληνες εργάτες αυξάνονται ριζικά στα συνδικάτα, οι εθελοντές στον Ισπανικό Εμφύλιο έχουν και αμερικάνικο και ελληνικό χρώμα, ο δεύτερος μεγάλος πόλεμος μοιάζει να ξεσπά σε μία περίοδο μεγάλων προκλήσεων για την Αμερική. Το μέλλον κυοφορείται ακόμα και αυτήν τη σκοτεινή περίοδο του πολέμου που ακολουθεί ως το 1945, κατά την οποία η οριογραμμή του αντιφασιστικού μετώπου μοιάζει σαν έναν ακόμα δρόμο προς τον ουρανό για μεγάλα πλειοψηφικά ρεύματα που μέσα τους χωνεύουν νέες, ετερόκλητες ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις.
Κι εκείνη, η απίστευτη σήμερα, αυτο- διάλυση του ΚΚ ΗΠΑ το 1944 ώστε να εξυπηρετηθεί η αντιφασιστική ενότητα και η προοπτική σύγκλισης σοσιαλισμού- καπιταλισμού σε μία σύνθεση συνεργασίας μετά τον πόλεμο. Τι κίνηση! Κι από κοντά, οι ελληνικές εξελίξεις, ο Δεκέμβρης, με «έδαφος» διεργασιών και ανακατατάξεων και στην ελληνική κοινότητα της Αμερικής, αλλά και η κατάρρευση των προσδοκιών για μία άλλη  μεταπολεμική μετάβαση. 
Ο Ψυχρός Πόλεμος γίνεται η απάντηση σε όλες αυτές τις αναζητήσεις, σαν να κλείνουν για πάντα όλα όσα άνοιξαν πριν από τον πόλεμο. Αλλάζουν όλα πια, αλλάζουν οι κοινωνικές σχέσεις, αλλάζουν οι πολιτικές συνταυτίσεις, νέα διλήμματα προκύπτουν,  συχνά τραγικά σε ατομικό επίπεδο αν σε καλέσουν για παράδειγμα σε κάποια επιτροπή ιδεολογικού ελέγχου και πρέπει να προδώσεις όλη την προηγούμενη ζωή σου για να επιβιώσεις. Αλλά στα πρακτικά ζητήματα, στο πεδίο της πραγματικότητας όπως λέμε συχνά στις μέρες, η εποχή της ευημερίας που ξεκινά, υπερνικά πολλές από τις άλλες αναζητήσεις. 
Στον επίλογο του βιβλίου ο συγγραφέας γράφει: «Για πολλούς μετανάστες, της πρώτης, αλλά και της δεύτερης γενιάς, το να είσαι κομμουνιστής ήταν ένας τρόπος να είσαι Αμερικανός. Στις μεταπολεμικές συνθήκες η δυνατότητα αυτή είχε ακυρωθεί.  Για να είσαι Αμερικανός, έπρεπε πλέον να είσαι αντικομμουνιστής». 
Η «Κόκκινη Αμερική», μία μελέτη 541 σελίδων, με πρωτότυπο υλικό, φωτογραφίες και βιβλιογραφία, όλα υψηλού επιπέδου, είναι μία μακρά αφήγηση με αφετηρία την πολιτική συνειδητοποίηση Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική μέσα στους κόλπους του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού δρόμου. 
Παραμένει ως το τέλος ένα  καθαρόαιμο βιβλίο ιστορίας που είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε νέας έρευνας για τη μετανάστευση των Ελλήνων. Για τον αναγνώστη μοιάζει όμως και σαν μία σύγχρονη αφήγηση, κομμάτι από μία εθνική σάγκα θα λέγαμε, ένα μόνο νήμα της οποίας επιλέξαμε από εδώ να ακολουθήσουμε. Άλλοι πιο επαρκείς αναγνώστες θα βρούνε πολύ περισσότερα, σίγουρα σε αυτό το βιβλίο.

Δημοσιεύτηκε στην "Ελευθερία" Ιωαννίνων στις 14 Δεκεμβρίου 2017

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Εξωτικό χρήμα: Η αίσθηση ότι σε κοροϊδεύουν κατάμουτρα

Δεν χρειάζεται να φθονείς τον πλούτο, δεν χρειάζεται να φθονείς κανέναν. Ο φθόνος είναι τοξική κατάσταση. Σε τρώει από μέσα σου, ενώ ο άλλος… παραμένει πλούσιος. Και βέβαια δεν θα αλλάξει αύριο ο κόσμος μας, δεν θα μειωθούν οι ανισότητες, δεν θα γίνουν λιγότερο πλούσιοι οι πλούσιοι. 

Άλλο όμως αυτό, άλλο το να καταλαβαίνεις πώς κυλούν τα πράγματα και τι κουβαλάει μαζί του ο χρόνος κι άλλο να αποδέχεσαι ως «αυτονόητη», «εκ θεού», ή «φυσική», την κατάσταση γύρω σου. Κι  αυτό είναι ένα οριακό σημείο. Γιατί δεν μπορεί να περηφανεύεσαι στις ρούγες και τις πλατείες ότι είσαι κάποιος παράγοντας όταν όλα τα κληρονόμησες και δεν εργάστηκες γι’ αυτά, ούτε καν ξέρεις τι σημαίνει παραγωγή και εργασία. Ούτε δικαιούσαι αναγνώρισης για το θεάρεστο έργο σου στην κοινωνία όταν βγάζεις κέρδος από την αμοιβή εξαθλιωμένων εργατών στον Τρίτο Κόσμο. Για να μην πούμε για τους διάσημους καλλιτέχνες που πιστεύουν κι αυτοί ότι δικαιούνται από κάποιο αόρατο χέρι της αγοράς αυτές τις τεράστιες αμοιβές του λαμπερού τους κόσμου και δεν είναι η βαριά χειραγώγηση συνειδήσεων που κάνει η βιομηχανία του τρόπου ζωής ανά τον πλανήτη που παράγει όλο αυτό το χρήμα. Μερικά μόνο παραδείγματα αυτά.

Θέλω να πω, ότι σε όλη αυτήν την ιστορία με τους φορολογικούς παραδείσους και τα κρυμμένα λεφτά σε νησιά με εξωτικά ονόματα, το θέμα δεν είναι η νομιμότητα του συστήματος, αλλά  αυτή η αίσθηση που έχουν πολλοί στον κόσμο ότι τους κοροϊδεύουν κατάμουτρα. Και μπορεί να μην είπε η Μαρία Αντουανέτα στους πεινασμένους να φάνε παντεσπάνι, αλλά κάποιοι μοιάζει με τον τρόπο τους να το λένε στους πολύ περισσότερους που μέχρι πρότινος δεν ήξεραν καν ότι το χρήμα αυξάνει τόσο πολύ με το που περνάει τα σύνορα. 
Κατά τα άλλα, η Γαλλική Επανάσταση, μοιάζει με υπόμνηση προς όλες τις πλευρές για το τι μπορεί να σου ξημερώσει κάποια μέρα. 

Τρίτη 16 Μαΐου 2017

Ο συμβολισμός της ανοιχτής Κυριακής

Οι Ανοιχτές Κυριακές, θα γίνουν κάποτε το εθνικό μας μνημείο για την κουτοπονηριά των μνημονίων. Κανένα ζήτημα δεν υπάρχει στην αγορά με την κυριακάτικη αργία. Όλοι ξέρουν ότι η δουλειά δεν αυξάνει την Κυριακή. Κι όπου υπήρχε ανάγκη για ανοιχτά καταστήματα, άνοιγαν και πριν από το μνημόνιο. Και η τουριστική αγορά δούλευε και αν ήθελες να φας ένα γλυκό ή να πάρεις δύο λουλούδια, έβρισκες. Κι αν όντως υπήρχε κάποιο θεσμικό πρόβλημα μπορούσε να λυθεί και χωρίς το ΔΝΤ.
Ποια ήταν η διαφορά πριν; Ότι και ο νόμος, αλλά και το κοινωνικό κλίμα, το πλαίσιο, προστάτευε την εργασία. Όποιος δούλευε την Κυριακή πληρωνόταν καλά, όπως προβλεπόταν. Σε πολλές δουλειές με βάρδιες, οι εργαζόμενοι επιδίωκαν το κυριακάτικο ωράριο. Αλλά και μέχρι λίγα χρόνια, εργοδότης που δεν πλήρωνε ή χρησιμοποιούσε τις τεχνικές της μαύρης εργασίας δεν είχε καλή φήμη, έχανε το κύρος του.

Η θέσπιση με νόμο των ανοιχτών Κυριακών ήρθε ως κερασάκι στην τούρτα στη διάλυση των παλιών εργασιακών σχέσεων και κυρίως τη διάλυση των συλλογικών συμβάσεων. Η διάλυση του πλαισίου δικαιωμάτων της εργασίας και η μείωση του περίφημου μισθολογικού κόστους ήταν στο επίκεντρο των δύο πρώτων μνημονίων και επέφερε τεράστιες αλλαγές στην εργασία. Το άνοιγμα της Κυριακής δε, έστειλε το μήνυμα ότι θα δουλεύει ο εργαζόμενος επτά ημέρες συνέχεια και θα παίρνει ένα κάτι τις. Ποιος άλλωστε ελέγχει τι γίνεται πια στην αγορά; Οι ανοιχτές Κυριακές είναι ένα σύμβολο, ένα μήνυμα για χειραγώγηση της εργασίας.
Όλη αυτή η κατάσταση στην αγορά, θα έχει ίσως, κάποτε, κάποια «θετική» πλευρά; Θα δικαιωθούν κάποτε τα μνημόνια; Ίσως. Οι ευρείες ιδιωτικοποιήσεις του παραγωγικού κεφαλαίου της χώρας, με αυτό το εργασιακό πλαίσιο, μπορεί να δώσουν όντως μια άλλη εικόνα σε πέντε, δέκα χρόνια. Με μισθούς στα 500 ευρώ και με επτά ημέρες δουλειά, όντως φτιάχνεις οικονομία. Όχι βέβαια παραγωγική ούτε αναπτυξιακή. Φτιάχνεις όμως μια οικονομία – παρία, που θα λειτουργεί στο περιθώριο των ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης. Των ίδιων ισχυρών που αυτό ονειρεύονται κατά πώς φαίνεται για την Ελλάδα αν κρίνουμε από τα μέτρα που προτείνουν κάθε χρόνο για την Ελλάδα.

Από την Ελευθερία στις 4 Μαΐου 2017

Δεν γελάσαμε, Γέρουν

Το 1998 ο Παντελής Βούλγαρης έφτιαξε μία από τις σημαντικότερες ταινίες των πρόσφατων χρόνων, το Όλα είναι Δρόμος. Στην τρίτη ιστορία του, μεγαλέμπορος επίπλων (με τον εξαιρετικό Γιώργο Αρμένη), σπάει τα πάντα στο ξενυχτάδικο «Βιετνάμ» και στο τέλος πληρώνει και να το κάψουν τελείως, μέσα στην πίκρα του για τον χωρισμό του. Και οι άλλες δύο ιστορίες ανδρών, δείχνουν τη μοναξιά, την απομόνωση και τα αδιέξοδα του προσωπικού βίου μέσα στον όλο και πιο ανοίκειο συλλογικό βίο αυτής της χώρας.

Υπάρχουν όμως και άλλες προσεγγίσεις στη ζωή του τόπου μας. Υπάρχουν ταινίες (όπως του Κ. Γιάνναρη) ή βιβλία (όπως της Ι. Καρυστιάνη) που δείχνουν κι άλλες σκοτεινές πτυχές της κοινωνίας μας. Και υπάρχουν βέβαια και οι ευτράπελες ας τις πούμε, ιστορίες (ας δούμε και τις σχετικές ταινίες του Γκορίτσα), όπως οι επιδοτήσεις και οι αρπαχτές που κάηκαν σε στριπτιζάδικα και μαγαζιά της νύχτας, χωρίς καημούς, αλλά με επίδειξη αλαζονείας και κυνισμού από τους νεόπλουτους Έλληνες. Και πίσω από αυτές τις ιστορίες κρύβονται δράματα και η ανείπωτη βία κατά των θυμάτων του τράφικινγκ ή η εκμετάλλευση μεταναστών σε εργασιακά κάτεργα (γιατί κάπως παρήχθη κι αυτός ο πλούτος εν τέλει, που σπαταλήθηκε στο life style).

Ναι, για όλα αυτά συζητάμε πολύ στην Ελλάδα και μέσω της τέχνης και στις καθημερινές μας κουβέντες. Συζητάμε πολύ, αλλά αλλάζουμε αργά.
Ξέρουμε όμως ότι οι ανισότητες υπήρχαν και πριν από την κρίση. Υπήρχαν πολλοί Έλληνες που ήταν έξω από τα «κόλπα» με τα λεφτά. Και μετά την κρίση είναι πολλοί αυτοί που την πληρώνουν χωρίς να φταίνε σε τίποτα.
Αυτά ίσως να μην τα ξέρει ο πρόεδρος του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ, ο οποίος έχει πολλούς οπαδούς και στην ελληνική πολιτική σκηνή και κόμματα. Πιθανόν να μην έχει ακούσει και τίποτα για τα τεράστια κυκλώματα πορνείας στην Ευρώπη, τον σεξοτουρισμό Βορειοευρωπαίων στην Ασία ή την εκμετάλλευση μεταναστών ή το εμπόριο ναρκωτικών. Πιθανά να του διαφεύγει αυτή η σκοτεινή Ευρώπη. Βολεμένος όπως είναι βλέπει μόνο «τα ποτά και τις γυναίκες» στο Νότο. Χωρίς αποχρώσεις, χωρίς μελέτες, με παντελή έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας.

Κάτι ψέλλισε για τη λύπη του και την κοσμοθεωρία του που δεν την καταλαβαίνουν άλλοι. Όταν όμως κυβερνάς την Ευρώπη με το μαστίγιο των μνημονίων, τουλάχιστον πρέπει να επιδεικνύεις σοβαρότητα και διάθεση επικοινωνίας με τον απέναντι. Αυτό όμως είναι το μοντέλο των ηγετών της Ευρώπης σήμερα (έστω κι αν καταποντίζονται στις εκλογές). Μονά ζυγά δικά τους. Κι ο κυνισμός τους, ιδεολογία και πολιτική έκφραση.
Και δεν έχει καθόλου πλάκα να ανταπαντάς με χιούμορ σε κάτι τέτοια. Γιατί αν είχαν χιούμορ και αίσθηση των αντιφάσεων της ζωής, δεν θα ήταν στις καρέκλες που είναι σήμερα. 

Από την Ελευθερία 23 Μαρτίου 2017