Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Τίποτα δεν ανθίζει στον κόσμο της ματαίωσης


Ο «Ορέστης» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας ανέβηκε το καλοκαίρι ως μία καθαρή φωνή υπεράσπισης του ανοιχτών προσδοκιών και της νεανικής ελπίδας, σε έναν άναρθρο κόσμο που μετεωρίζεται χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι έχει πέσει προ πολλού στο κενό



Να λες την αλήθεια, να έχεις αξίες και αρχές να συμβάλλεις στο κοινό καλό. Ο πολίτης φτιάχνεται μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο προτροπών και επιταγών κι όσο ανοίγει η εικόνα, όσο από το ατομικό περνάμε στο συλλογικό έρχεται πιο κοντά και η έννοια της πόλης.
Τότε γιατί τόσος πόνος, γιατί ο Ορέστης κείτεται σχεδόν νεκρός σε ένα κρεβάτι στο μέσο της σκηνής; Γιατί η Ηλέκτρα μοιρολογεί, γιατί πενθεί;
Ο «Ορέστης» του Ευριπίδη που ανεβάζει το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας φέτος με παράσταση και στην αρχαία Δωδώνη, ξεκινά ξεγελώντας τον θεατή, καθησυχάζοντάς τον ότι το θεατρικό σύμπαν, το δράμα που θα δει να εκτυλίσσεται μπροστά του, θα θέσει για μία ακόμα φορά το θέμα της ανθρώπινης ύπαρξης και του δέοντος και στο τέλος θα έρθει η κάθαρση με τους κανόνες θεών και ανθρώπων.
Ο Ορέστης σκότωσε την Κλυταιμνήστρα γιατί πρόδωσε τον Αγαμέμνονα, τον πατέρα του. Τι θα έκανε στη θέση του ο κάθε γιος; Γιατί όμως έκτοτε μοιάζει σαν να κατέρρευσε εντός του; Οι ενοχές προφανώς, οι Ερινύες τον κυνηγούν. Ή μήπως έκανε λάθος;
Η πόλη, μαθαίνουμε ότι δεν συμφωνεί με αυτήν την πράξη και θα τιμωρήσει τον Ορέστη και την Ηλέκτρα γιατί παρέβησαν τους νόμους. Ακόμα και σε αυτό το σημείο, υπάρχει ακόμα κάτι γνώριμο, η σύγκρουση αξιών, η διαφορά ίσως του παλιού με τον νέο κόσμο.
Η Ελένη όμως θα προκαλέσει με την εμφάνισή της, το πρώτο ρήγμα στην κανονικότητα. Πρόκειται για τη γνωστή Ελένη του μύθου, που για χάρη της στον πραγματικό κόσμο έγινε ο Τρωικός Πόλεμος. Θα την δούμε στη σκηνή για λίγο, λίγη, κυνική, σαρκαστική. Πέθαναν τόσοι άνθρωποι, διαλύθηκαν ζωές, χάθηκαν γενιές ολόκληρες νέων, «για μια Ελένη».
Μα «γι’ αυτήν την Ελένη» έγιναν όλα αυτά; Μπορεί η πόλη να θεωρεί ότι η υπόθεση του Ορέστη είναι απλώς ένα προσωπικό θέμα, ένα ατομικό έγκλημα;
Και η πόλη, η δημοκρατία, καταλαμβάνει τη σκηνή. Ο διάλογος του άρχοντας Τυνδάρεως με τον μεγάλο νικητή του πολέμου Μενέλαο, αποκαλύπτει σταδιακά, ότι πάνω από όλα βρίσκεται το συμφέρον της εξουσίας. Ο Ορέστης πρέπει να πεθάνει γιατί αμφισβητεί τα κυρίαρχα, θέτει στην ουσία και την πράξη θέμα για τα «καλώς καμωμένα». Αν όποιος θέλει σκοτώνει και δολοφονεί, τότε πώς θα επιβληθεί ο νόμος; Κράτος είναι όποιος ορίζει τη νόμιμη ή μη βία.
Σωστό ακούγεται και είναι αυτό. Θεμέλιο της δημοκρατίας το δίκαιο. Αλλά και πάλι το θέμα δεν είναι μόνο εκεί. Γιατί ο Ορέστης με την πράξη του, υπονοεί ότι ο πόλεμος δεν ήταν τελικά και τόσο δίκαιος, ότι έπληξε την πόλη και τις αξίες της, ότι προκάλεσε πολλά χειρότερα από όσα πήγε να καταστείλει αρχικά «για μια Ελένη».
Οπότε, αν επιτραπεί να ζήσει ο Ορέστης είναι σαν να αμφισβητείται η κρίση της εξουσίας, η ίδια η εξουσία, η τάξη πραγμάτων. Άρχοντες με πολλά συμφέροντα να διακυβεύονται και πολίτες πρόθυμοι να εθελοτυφλούν, δεν θα αφήσουν περιθώρια να τιναχτούν όλα στον αέρα για δύο παιδιά που ψάχνουν το δίκιο τους.


Το δράμα οδεύει προς το τέλος του. Ο Ευριπίδης θα δώσει λύσεις για να ικανοποιηθούν όλοι οι θεατές, σαν να έφευγαν από ένα πιο ελαφρύ έργο, σαν από μία κωμωδία. Καμιά φορά, όμως, το θέατρο μπορεί να σε κάνει να ταυτιστείς με τα διλήμματα των ηρώων και να δεις αλλιώς την πόλη σου γύρω. Ή μήπως γι’ αυτό και γράφτηκε και το έργο; Το ιστορικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο ανέβηκε ο «Ορέστης» στην αρχαία Αθήνα έχει πολύ ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι απαραίτητο να είναι γνωστό και για το σημερινό θεατή. Το μόνο που ίσως πρέπει να γνωρίζει, είναι ότι και εκείνοι οι θεατές, όπως και ο ίδιος ο Ευριπίδης ήταν γνώστες και της δραματουργίας και των πολιτικών θεμάτων της εποχής τους.
Θα ήταν παρήγορο για όλους, να μέναμε στην αρχή του έργου, όταν τα υπαρξιακά διλήμματα συναντούν τον κόσμο των αντιφάσεων στις σύγχρονες πόλεις. Θα ήταν καλύτερο να ήταν και το θέατρο σήμερα, ένας κανόνας, κάτι σαν μύστης της ύπαρξης, να μας δίνει στο πιάτο έτοιμες γεύσεις, οδηγίες για το πώς πρέπει να ζούμε. Αλλά αυτός ο «Ορέστης» και τότε που γράφτηκε και τώρα που ξανανεβαίνει, μάλλον ήθελε το αντίθετο.
Θέλει να μας δείξει, ότι δεν υπάρχει τίποτα να πατήσουμε, ότι τα ρήγματα έχουν γίνει τεράστια χάσματα, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ατομική λύτρωση όταν δεν μπορεί να λειτουργεί και η συλλογική μας ζωή, ότι δεν υπάρχει παρηγοριά, διαφυγή, ξεφεύγοντας, κάνοντας ότι δεν βλέπεις την κατάρρευση, την αποδόμηση γύρω σου. Δεν μπορείς να επικαλείσαι τις αρχές σου, όταν αποτελείς μέρος μιας κοινωνίας χωρίς αρχές, μιας πόλης που αυτοϋπονομεύεται καταργώντας κάθε αρχή και κανόνα, ανάλογα με τη συγκυρία και τα συμφέροντα που χειραγωγούν τη δημοκρατία και τη μετατρέπουν σε ξόανο, σε μάσκα.


Η παράσταση του ΚΘΒΕ, κατάφερε μέσα στο καλοκαίρι να κερδίσει παράσταση με παράσταση τους θεατές της. Είναι μία έντιμη, τολμηρή, καθαρή φωνή σε μια εποχή που χρειαζόμαστε το θέατρο και την τέχνη ως κινητήρια δύναμη. Όλα λειτουργούν στη σκηνή (και το σκηνικό και η μουσική και πρωτίστως οι εξαιρετικές ερμηνείες), σαν μία συγκροτημένη, ολοκληρωμένη πρόταση πάνω στο ίδιο το έργο, αλλά και πάνω στις προκλήσεις της εποχής. Γιατί να κάνεις θέατρο σήμερα αν δεν μπορείς να ανταποκριθείς σε αυτές τις προκλήσεις;
Ο Γιάννης Αναστασάκης, σκηνοθετεί τον «Ορέστη» σαν ένα πολιτικό θρίλερ για ένα διαλυμένο κόσμο, για τη σύγκρουση δύο και παραπάνω διαλυμένων κόσμων. Όλες οι πλευρές μοιάζουν να έχουν δίκιο. Και ο Ορέστης και η πόλη προτάσσουν το δίκιο τους. Όταν όμως όλοι έχουν δίκιο, αλλά αρνούνται να βρουν τη σύνθεση, την ενότητα, τότε κανείς δεν έχει δίκιο.
Και δεν υπάρχει τέλος, γιατί έχει καταστραφεί και το παρελθόν. Δεν ξεκίνησε σήμερα το πρόβλημα, μην γελιόμαστε. Το παλάτι δεν είναι υπό κατασκευή, όπως υπονοεί το σκηνικό, αλλά είναι υπό διάλυση. Ποιος λογικός άνθρωπος θα ξεκινούσε δέκα χρόνια πριν έναν πόλεμο «για μια Ελένη»; Ή μήπως είναι ακριβώς αυτή η «λογική» που συγκροτεί τις κοινωνίες, που είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση;
Και δεν είναι τελικά παράλογο που οι πρώτοι που διαισθάνονται την πιο βαθιά ρήξη είναι οι νέοι άνθρωποι. Η μικρή Ηλέκτρα που χάνει τις λέξεις της γιατί δεν βρίσκει νόημα. Που προσπαθεί να βρει νόημα ακολουθώντας το δίκιο που την πνίγει. Ακούγεται τόσο ξεκάθαρο αυτό το δίκιο από το στόμα του Πυλάδη: Μας πνίγουν όλοι αυτοί, θα τους πνίξουμε κι εμείς, θα βάλουμε φωτιά και θα τα κάψουμε όλα. Όμως καμιά βία δεν βρήκε λύτρωση απέναντι στη βία. Κανένας φόνος, καμιά απώλεια, δεν μπόρεσε ποτέ να προσθέσει, να φέρει την ελπίδα.
Το αδιέξοδο είναι πλήρες. Ο «Ορέστης» είναι μια βαθιά απαισιόδοξη ματιά σε έναν κόσμο που έχει εγκλωβιστεί μέσα στην ευημερία,  τη ματαιοδοξία και την αλαζονεία, μην μπορώντας να προσφέρει πια κανένα δρόμο κάθαρσης, αυτοεκπλήρωσης και ικανοποίησης προς τους ανθρώπους. Μένει μόνη να αιωρείται μια έγνοια για τα νέα παιδιά, για τη νεότητα που θέλει να ζήσει τα όνειρά της, να γνωρίσει τη φιλία, την αλληλεγγύη, τον έρωτα, αλλά συναντά μόνο τείχη, ματαιώσεις, απογοήτευση. Θα ανοίξει ένας δρόμος γι’ αυτούς τους νέους ή θα περιμένουμε κάθιδροι μία ακόμα «λύση» από τους από μηχανής θεούς;

Δημοσιεύθηκε στην Ελευθερία Ιωαννίνων

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018

Ένα ταξίδι αυτογνωσίας στον κόσμο της ιστορίας και της πολιτικής

Το βιβλίο του Κωστή Καρπόζηλου και του Δημήτρη Χριστόπουλου «10+1 ερωτήσεις και απαντήσεις για το Μακεδονικό» αποτελεί ένα ερέθισμα για να αναμετρηθούμε με τις προκλήσεις του καιρού μας


Πώς μπορούμε να συζητήσουμε δημόσια ένα «εθνικό θέμα»; Και το κυριότερο, πώς λύνεται ένα «εθνικό θέμα»;
Για το πρώτο, για τη συζήτηση, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Συχνά είναι αδύνατο να κάνεις μια συζήτηση με όρους διαλόγου, συναίνεσης και βούλησης για σύνθεση. Το πιο πιθανό είναι η συζήτηση να μην οδηγηθεί πουθενά και κάποιες απόψεις να χαρακτηριστούν ως «αδύναμες» ή και «ενδοτικές». Η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τα μεγάλα εθνικά μας θέματα είναι πολλές φορές μια σειρά από απόλυτες απόψεις που στόχο έχουν να πλήξουν τον πολιτικό αντίπαλο και όποιον εκφράζει μία διαφορετική άποψη. Το «ανάθεμα» του Διχασμού δεν είναι και τόσο μακρινή ιστορία όπως ίσως να νομίζουμε.
Από την άλλη, τι εθνικό θέμα είναι εκείνο που μπορεί να λυθεί με ένα νόμο, μία συζήτηση, με την πίστη στη δημοκρατική διαβούλευση; Στο μυαλό μας τέτοια θέματα είναι «προαιώνια», γι΄ αυτό κι εν τέλει τόσο απόμακρα, τόσο έξω από την κοινωνία που δεν μπορεί να λύνονται και εντός αυτής.
Κάπως έτσι έγινε και με το «μακεδονικό». Σήμερα πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα της ΠΓΔΜ είναι ένα αναλλοίωτο στο χρόνο πρόβλημα, κάτι που δεν μπορεί να λυθεί παρά μόνο αν υιοθετηθεί πλήρης η θέση της Ελλάδας με απαλοιφή κάθε αναφοράς στο όνομα «Μακεδονία». Σε επίπεδο πολιτικής βέβαια τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα αφού η Ελλάδα έχει υπογράψει την περίφημη Ενδιάμεση Συμφωνία το 1995 που περιλαμβάνει κι αυτό το ακατανόμαστο «Μ», ενώ και στο παρελθόν και όλη την μεταπολεμική περίοδο δεν είχε ξεσηκώσει τέτοια αντίθεση για το όνομα του κράτους που περιέχονταν στην ομοσπονδία της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης 140 άλλα κράτη αναγνωρίζουν μόνο το συνταγματικό όνομα της ΠΓΔΜ και δεν ενδιαφέρονται για τις ελληνικές θέσεις. Και το κυριότερο, οι εξελίξεις τρέχουν, τίθεται το ζήτημα της διεύρυνσης της ΕΕ και του ΝΑΤΟ και οι νέες γεωπολιτικές σχέσεις στα Βαλκάνια. Κι όσο κι αν η Ελλάδα εισακούγεται γιατί είναι μία ισχυρή χώρα της Ευρώπης, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι δεν θα την ξεπεράσουν οι εξελίξεις.
Γνωστά αυτά θα πει κάποιος. Και παρ’ όλα αυτά, δικαιούνται οι Έλληνες να επιμένουν στη θέση κατά της όποιας σύνθετης ονομασίας, ενώ και η διπλωματία μπορεί να διατηρήσει τη στάση αδράνειας μέχρι να έρθουν καλύτερες μέρες. Είναι όμως δυνατό να γίνεται κάτι τέτοιο για πάντα; Μπορεί η Ελλάδα να κάνει ότι δεν βλέπει τι γίνεται γύρω της; Είναι προς το συμφέρον της να μη θέλει καμία λύση;
Μέσα σε αυτή τη συγκυρία με τα ερωτήματα να επανέρχονται, επειδή όπως φαίνεται υπάρχουν πλευρές εντός και εκτός Ελλάδας που θέλουν να δώσουν απαντήσεις, έρχεται κι ένα ολιγοσέλιδο βιβλίο να συνδράμει στο διάλογο. Ο Ιστορικός Κωστής Καρπόζηλος και ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Δημήτρης Χριστόπουλος, έγραψαν «10+ 1» Ερωτήσεις και Απαντήσεις για το Μακεδονικό» (από τις εκδόσεις Πόλις) με στόχο να συμβάλλουν στη δημόσια συζήτηση και να απαντήσουν θετικά στο ερώτημα αν πρέπει να λυθεί το «μακεδονικό».
Αυτό που πετυχαίνουν, όμως είναι κάτι παραπάνω από αυτό που έγραψαν. Πετυχαίνουν να απευθυνθούν στον πολύ κόσμο, σε όλους εκείνους που ίσως να μην διαβάζουν καν βιβλία, που ίσως να μη γνωρίζουν καν πού και πώς να αναζητήσουν πληροφορίες και γνώση για τα μεγάλα θέματα του καιρού μας. Απευθύνονται σε όσους πιθανότατα έχουν στερεότυπα και ταμπού με τέτοια θέματα, πιθανότατα να πιστεύουν το αντίθετο από αυτό που τους καλούν να συναινέσουν. Και τους βάζουν σε έναν κόσμο γεμάτο από ψηφίδες ιστορίας, πολιτικής και διπλωματίας, κοινωνικών αντιθέσεων, ανθρώπινων στιγμών, για να αναδείξουν το κύριο, ότι το «μακεδονικό» όχι μόνο πρέπει να λυθεί, αλλά μπορεί και να λυθεί, ότι είναι μία δυνατότητα που έχουν στα χέρια τους οι πολίτες, μόνοι τους, ότι μπορούν οι ίδιοι να δώσουν διέξοδο εκεί που σήμερα μοιάζουν όλα αδιέξοδα.
Γιατί τελικά ακόμα και το χειρότερο «τραύμα» το θεραπεύεις μόνο όταν το κοιτάς κατάματα και το αντιμετωπίζεις. Και υπάρχουν πολλοί σήμερα στην Ελλάδα που μπορούν να αναγνωρίσουν τη σημασία που έχει να αντιμετωπίζεις τα τραύματα και τις αποσιωπήσεις της ιστορίας, όχι θεωρητικά, αλλά γιατί σε αφορούν προσωπικά, είναι θέμα ταυτότητας για σένα, το χωριό σου, την πόλη του, τη χώρα. Τολμούμε να πούμε ότι αυτό το βιβλίο δεν αφορά κυρίως εκείνον που συμφωνεί με τις θέσεις των συγγραφέων, αλλά εκείνον που δεν συμφωνεί, αλλά καλοπροαίρετα ψάχνει να βρει το όριο της διαφωνίας του.
Επιπλέον, έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο που μας επιστρέφει στην παράδοση του πολιτικού διαλόγου, του να διαβάζουμε για όσα συμβαίνουν, του να προβληματιζόμαστε. Ακούγεται κάπως λίγο αυτό, αλλά ας αναρωτηθούμε, πότε πήγαμε τελευταία φορά σε μία πολιτική εκδήλωση, πότε διαβάσαμε ένα βιβλίο ή ένα άρθρο που να μας άνοιξε ένα δρόμο; Κι αυτός ο δρόμος είναι και μία ακόμα αρετή αυτού του βιβλίου. Μπορεί να αποτελέσει ερέθισμα για το επόμενο ανάγνωσμα, για την επόμενη αναζήτηση. Γιατί προπολεμικά γίνονταν κρατικές απογραφές που ρωτούσαν συγκεκριμένα και τη γλώσσα που μιλάνε οι Έλληνες, τι έγινε στο χώρο που άφησε πίσω της η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τι έγραψε ο Μυριβήλης ή η Πηνελόπη Δέλτα, τι άλλαξε από την άλλη πλευρά των συνόρων, γιατί υπογράφηκε η Ενδιάμεση Συμφωνία, τι είναι ωραίο ως μύθος αλλά και τι είναι χρήσιμο ως αλήθεια; Ο αναγνώστης καλείται να συνεχίσει το ταξίδι.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία των Ιωαννίνων στις 24 Μαΐου 2018