Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Ερώτημα και απάντηση μόνον ο άνθρωπος- Για την παράσταση «Επτά επί Θήβας» του ΚΘΒΕ


Με ένα πολύ δυνατό χειροκρότημα που κράτησε για αρκετά λεπτά, υποδέχθηκε το γιαννιώτικο κοινό την παράσταση «Επτά επί Θήβας» που έφερε στο ανοιχτό θέατρο της ΕΗΜ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας. Επιβράβευσε έτσι, τη δουλειά όλων αυτών των ανθρώπων που ανέλαβαν να παρουσιάσουν αυτό το μάλλον δύστροπο κείμενο στο οποίο τα περισσότερα εννοούνται και περιγράφονται χωρίς να είναι παρόντα στη σκηνή. 
Το θεατρόφιλο κοινό που επιμένει κάθε χρόνο να παρακολουθεί αρχαίο δράμα, γίνεται πλέον ένας παράγοντας κι αυτός της παράστασης κατά κάποιον τρόπο. 
Οι αρχαίες τραγωδίες παίζονται συνέχεια στη χώρα μας, αποτελούν σχολικά αναγνώσματα, είναι σημεία αναφοράς στην πολιτική και κοινωνική συγκυρία, ταυτίζονται με το καλλιτεχνικό μας καλοκαίρι στα ανοιχτά θέατρα ανά την επικράτεια. Υπό κάποια έννοια, είναι αδύνατον να ανεβάσεις πια μία παράσταση αρχαίου δράματος χωρίς να λαμβάνεις υπόψη το κοινό. Το πώς θα το μετρήσεις και πώς θα σε επηρεάσει είναι άλλη ιστορία. 
Ο σκηνοθέτης Τσέζαρις Γκραουζίνις στην προκειμένη περίπτωση καταφέρνει να παρουσιάσει μία ολοκληρωμένη παράσταση με ευδιάκριτες τις αναγνώσεις του στο κείμενο του Αισχύλου και μία συντεταγμένη και μελετημένη προσπάθεια συνομιλίας με το κοινό, που βρίσκει το δρόμο της. Ας μην ξεχνάμε, ότι μιλάμε για θέατρο, για μία ζώσα τέχνη του σήμερα και όχι με μία φιλολογική ανάγνωση ενός αρχαίου τεκμηρίου ή μία έρευνα πάνω σε ένα κείμενο. Πολλοί θεατές το ξεχνάνε αυτό.
Ως θεατρική παράσταση συνεπώς οι «Επτά επί Θήβας» του ΚΘΒΕ είναι ένα καλό παράδειγμα για το πώς μπορεί να παρουσιαστεί σήμερα η τραγωδία του Αισχύλου και έχει τη δυνατότητα να το κάνει αυτό για το ευρύ κοινό, ακόμα και για τους μη Έλληνες. Τα σημάδια της είναι ευδιάκριτα για κάθε θεατή, ανεξάρτητα γλώσσας, ιδεολογίας ή πολιτικών αντιλήψεων σήμερα. 

Συναντήσεις
Σε τρία σημεία της παράστασης, που συνοδεύονται κι από μερικές έξοχες σκηνές, διακρίνονται τα ανοίγματα της παράστασης που επιτρέπουν στον τραγικό λόγο να συναντήσει και τον θεατή στις κερκίδες.
Αρχικά, οι γυναίκες, μαθημένες μέσα στο χρόνο να συλλαμβάνουν τα μηνύματα που στέλνει η βία πριν ξεσπάσει, είναι ανήσυχες και φοβισμένες για την επιθετικότητα του στρατού που πολιορκεί τα τείχη. Αγριεμένες, με τραχιά φωνή, με αγκυλωμένα σώματα που αναζητούν διαφυγές, οριοθετούν τον κύκλο. Ο θάνατος είναι εδώ… Σιγά σιγά περνάνε στο θρήνο, στο μοιρολόγημα του αναπόφευκτου που είναι η μοίρα τους, θύματα του πολέμου και της εξουσίας που δεν υπολογίζει τις ζωές κανενός στο δρόμο για την ισχύ και την κυριαρχία.
Ο βασιλιάς στη συνέχεια, φοβάται και ο ίδιος μαθαίνοντας ότι οι επτά πύλες της πόλης του καταλαμβάνονται από πανίσχυρους εχθρούς. Πιάνεται από ό,τι μπορεί, βγάζει μπροστά τους δικούς του, ξεθάβει τα παλιά όπλα. Δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτήν τη μοιραία σύγκρουση. Τι γελοίος όμως είναι ο πόλεμος;  Πόσο κωμικός γίνεται ο άνθρωπος που ντύνεται με πανοπλίες και ασπίδες και πάει να πολεμήσει… Ποιον να πολεμήσει; Ποιον να νικήσει; Χάσει, νικήσει, η μοίρα του δεν είναι ο θάνατος, κάποια στιγμή, «δύο μέτρα γης, στενής»; Κι όμως,  το αίτημα της ζωής ποτέ δεν υποχωρεί. Οι άνθρωποι θα βυθιστούν βαθιά στην πρωταρχική τους ύλη, στην εκκίνηση των πάντων, την ανάγκη να επιβιώσουν πάση θυσία. Η βακχική τους μύηση στο πρωτόγονο, οι ήχοι αρχέγονων καλεσμάτων, ο χτύπος του σώματος που πάλλεται. Ο άνθρωπος μπορεί να γίνει όσο σκοτεινός χωράει για να κερδίσει ένα λεπτό ακόμα ζωής.
Ο βασιλιάς Ετεοκλής, σαν έμβρυο που ξυπνάει, σαν άνθρωπος που επαναλαμβάνει τη γέννα του ξανά και ξανά, σηκώνεται να αντιμετωπίσει τη μοίρα του. Αλλά τώρα, δεν αρκεί απλώς να πολεμήσει τον εχθρό μαζί με τον λαό του που είναι κι αυτός έτοιμος πια να σταθεί πλάι του όπως μπορεί. Τώρα, στη μία πύλη στέκεται ο αδερφός του. Τον αδερφό του πρέπει να σκοτώσει αν θέλει να ζήσει ο ίδιος. 
Τον εαυτό του πρέπει να σκοτώσει. Πώς αλλιώς; Αυτή δεν είναι η κατάρα του Οιδίποδα που κληρονόμοι του είμαστε όλοι κι όχι μόνοι οι δύο διάδοχοί του; Από τη σκοτεινή μήτρα γεννημένοι για τα πάντα και για το τίποτα. Γεννιόμαστε για να αρχίσουμε το δρόμο προς το θάνατο. Και σε κάθε μας βήμα η ερώτηση και η απάντηση είναι πάντα ο άνθρωπος. 
Τα δύο αδέρφια θα μονομαχήσουν πάνω στη σκηνή, χωρίς κείμενο, εκτός κειμένου, δεν έχουν σημασία πια οι λέξεις, τα σώματα μόνο, που στο τέλος θα απομείνουν όρθια, στα δύο τους πόδια το καθένα, αλλά χωρίς ζωή. Το σώμα μας είναι η πιο χειροπιαστή απόδειξή μας ότι ζούμε, ότι υπάρχουμε και υπήρξαμε. Γι’ αυτό και οι νικητές, πάντα φροντίζουν να οριοθετούν το σώμα, να ορίζουν ακόμα και τις συνθήκες της ταφής του. Ο κήρυκας, βέβαιος πια ότι τη γλύτωσε, ότι τον κέρδισε τον θάνατο μαζί με το λαό του, θα επιβάλλει την ταφή μόνο για τον Ετεοκλή ενώ  ο προδότης Πολυνείκης θα πρέπει να μείνει άταφος. Η πόλη διχάζεται. Το παιχνίδι ξεκινάει από την αρχή. Όλα από την αρχή, σαν μην έμαθε τίποτα ποτέ κανένας, σαν μην κατάλαβε τι έγινε κανείς σε αυτήν την πόλη. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι θα ζουν αιώνια σαν τους θεούς τους. Τώρα οι θεοί είναι δικοί μας, με το μέρος μας. Μόνο η Αντιγόνη μιλάει παράταιρα, και μνημονεύει ακόμα την υποχρέωση να σεβόμαστε το σώμα του ανθρώπου, τον άνθρωπο, την ύπαρξή του ως μνήμη ακόμα κι όταν φεύγει. Ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, όπως έχει γράψει κι ένας άνθρωπος που γνώριζε από τον τρόπο που διαχειρίζονται οι εξουσίες τους ανθρώπους.

Ο πόλεμος

Δεν μπορείς να μην κάνεις μερικές σκέψεις για τον πόλεμο και πόσο άδικος είναι, πόσο φοβερός είναι και τελικά και πόσο φρέσκος και νεανικός στα μάτια των ανθρώπων. Ξανά και ξανά, ο πόλεμος επιλέγεται για να «λύσει» όσα δεν κατάφερε να ξεμπλέξει ο ειρηνικός βίος. Αν η βία κρατιέται τόσο νέα στην ιστορία των ανθρώπων, δεν σημαίνει κι ότι κάτι βαθύ και σκοτεινό κυριαρχεί μέσα τους;
Και είναι και ο εμφύλιος πόλεμος. Ο εμφύλιος που δεν έρχεται από ένα ακατανόητο και δήθεν απροσδιόριστο σύμπαν έξω από τις ανθρώπινες κοινωνίες, αλλά πηγάζει ακριβώς από τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις και τις δυναμικές που επί δεκαετίες συμπιέζονται μέσα στις κοινωνίες. Κι ο εμφύλιος, ακριβώς γιατί είναι ένας πόλεμος κατά του εαυτού, είναι πολύ πιο σκληρός και αιμάτινος από κάθε άλλο πόλεμο.
Δεν μπορείς να μην σκεφτείς, τον ελληνικό εμφύλιο, ή κάνοντας ένα μικρό άλμα, τον τρόπο που διάβαζε την ελληνική ιστορία ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στον «Θίασο», μέσα από την αρχαία τραγωδία. 

Στο τέλος, πρέπει να ανορθωθείς, να βγεις από αυτό το σκοτεινό πλαίσιο της ταύτισης και της υπαρξιακής αγωνίας που σου υποβάλλει το έργο. Η παράσταση έδωσε διαφυγές, μέσα από την πολύ καλή αντίστιξη της μουσικής, τις ωραίες ερμηνείες του χορού και τον καθαρό λόγο της μετάφρασης, τη στιβαρή παρουσία του Ετεοκλή στο κέντρο της σκηνής. Το φινάλε είναι δύσκολο. Οι τραγικοί ήρωες αδυνατούν να κινηθούν. Αν κινηθούν, θα κάνουν κατά πάσα πιθανότητα τις ίδιες διαδρομές, τα ίδια λάθη. Μέχρι να βρει ο άνθρωπος το δρόμο της απελευθέρωσής του. Μέχρι…
Εμείς σηκωνόμαστε και χειροκροτούμε ευγενικά τους ηθοποιούς, για αυτόν τον παράδοξο δρόμο που έχουν διαλέξει στη ζωή τους, να πρέπει να παίρνουν άλλους ανθρώπους από το χέρι και να τους οδηγούν στα κατάβαθα της ύπαρξης.

Το δημοσίευσα στην εφημερίδα Ελευθερία των Ιωαννίνων στις 26.8.2016