Ένα έφηβος στέκεται στα φανάρια και μου πλένει το παρμπρίζ. Προλαβαίνει ένα συνήθως αυτοκίνητο και μετά στέκεται απλά στο τζάμι του οδηγού. Μια μέρα είπε σε μια γυναίκα που του είπε ότι δεν έχει ψιλά «δεν πειράζει».
Τον βλέπω κάθε μέρα γύρω στις 11, κομμάτι της δικής μου ρουτίνας, όταν χρησιμοποιώ τον δρόμο. Τον παρατηρώ λίγο σαν αξιοπερίεργο, και δοκιμάζω ταυτόχρονα όλες τις σκέψεις μου για τη μετανάστευση. Είναι μαυριδερός, με μικρά μάτια και ακαθόριστης ηλικίας-σίγουρα νέος πάντως. Προέρχεται μάλλον από τα πολύ ανατολικά, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν ή την Ινδία, αλλά και πάλι δεν μπορεί να είμαι σίγουρος. Πιο πριν από αυτόν στο ίδιο πόστο ήταν ένας ηλικιωμένος που απλώς ζητιάνευε.
Σταματάω να τον παρατηρώ. Μ’ εκνευρίζει και λίγο η καθημερινή συνάντηση. Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να μην είμαι πρώτος στο φανάρι για μην αναγκαστώ να μπω στο δίλλημα να δώσω χρήματα. Νιώθω ακόμα πιο αμήχανος όταν είναι κι ο γιος μου μαζί μου, όχι γιατί δεν ξέρει τι είναι τα παιδιά στα φανάρια, αλλά γιατί νιώθω πολύ αδύναμος να αλλάξω κάτι από αυτό που γίνεται. Και δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τις αδυναμίες μου.
Παλιότερα ήμουν πιο απόλυτος με την επαιτεία, πίστευα μέσα στο πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας «επαναστατικής» αριστεράς που κυριαρχεί εσχάτως στη χώρα μας, ότι δεν πρέπει να δίνουμε χρήματα γιατί έτσι αναπαράγουμε τον κύκλο της. Δεν πιστεύω βέβαια τους μύθους για τους ζητιάνους που είναι πλούσιοι ή πεθαίνουν και αφήνουν στο στρώμα τους χιλιάδες λίρες. Υπήρξαν και τέτοιοι, αλλά η περίπτωσή τους ανήκει στο σφαίρα της ψυχολογίας.
Με τα χρόνια πάντως δίνω λεφτά, κυρίως στα παιδιά. Κι αυτό για δύο λόγους:
Πρώτα γιατί γνωρίζω πια ότι η σύγχρονη επαιτεία είναι κομμάτι της ίδιας παγκόσμιας μαφίας που ελέγχει το εμπόριο ανθρώπων. Και τα παιδιά, οι ανάπηροι ή οι γυναίκες που ζητιανεύουν στις γωνίες είναι απλώς ο πιο μικρός τροχός της απίστευτης αυτής μεγάλης άμαξας της διεθνούς εκμετάλλευσης. Το να μην δίνεις λεφτά στον μικρό στα φανάρια, είναι τόσο πολιτική πράξη, όσο να κάνεις ζάπινγκ νομίζοντας ότι χτυπάς τα αφεντικά των ΜΜΕ.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτοί που ζητιανεύουν είναι πραγματικά φτωχοί. Το ότι τους εκμεταλλεύονται κάποιοι άλλοι, δεν τους κάνει λιγότερο φτωχούς.
Λύση πάντως δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Το κράτος θα μπορούσε και θα έπρεπε να κάνει παρεμβάσεις, ειδικά για τα παιδιά. Το να αδιαφορείς για την τύχη αυτών των παιδιών και το να μην προσπαθείς να σώσεις ούτε ένα, συνιστά απόλυτο κυνισμό. Συνεπικουρικά θα μπορούσαν να ενισχυθούν κι εκείνες οι οργανώσεις που παλεύουν για την απομάκρυνση των ανθρώπων (ειδικά των γυναικών και των παιδιών) από τα κυκλώματα. Το να δίνεις στέγη σε μια γυναίκα θύμα τράφικινγκ, μπορεί να είναι πολύ πιο ουσιαστική βοήθεια από χίλιες συνεδριάσεις των υπουργών στις Βρυξέλλες. Και σίγουρα είναι καλύτερη λύση από τις αναλύσεις όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων της αριστεράς.
Πέρα όμως από τις παρεμβάσεις, τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν. Χρειάζεται σίγουρα μια αποφασιστική πολιτική κατά του εγκλήματος από τις αστυνομίες όλων των χωρών. Αλλά οι αστυνομίες όπως και όλοι οι κρατικοί θεσμοί είναι ευάλωτοι στη διαφθορά, γι’ αυτό και τα σύνορα είναι πάντα «τρύπια» (και γι’ αυτό και δεν θα «κλείσουν» ποτέ).
Πραγματική βοήθεια θα ήταν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να ζουν όλοι στη χώρα τους. Διάφορα προγράμματα διεθνούς συνεργασίας λειτουργούν σήμερα και στην Ευρώπη, ακριβώς γιατί αναγνωρίζεται αυτό το ζήτημα ως κορυφαίο στην αντιμετώπιση της μετανάστευσης. Αναγνωρίζεται, αλλά στην πράξη τα κονδύλια που διατίθενται είναι ελάχιστα. Οι συνέπειες δε, από άλλες πολιτικές της Δύσης στις φτωχές χώρες, είναι πολύ πιο σημαντικές από τη βοήθεια που δίνουν, λειτουργώντας ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το Αφγανιστάν είναι ένα καλό παράδειγμα. Το έχουν καταλάβει ένοπλα όλες σχεδόν οι γνωστές προηγμένες χώρες (ακόμα και η Ελλάδα) με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το γιατί οι ίδιες χώρες μοιάζουν να απορούν που οι κάτοικοί του το εγκαταλείπουν, αποτελεί πια ανέκδοτο, κι όχι πραγματική πολιτική.
Επιστρέφω στον δικό μου μετανάστη. Το πόστο του είναι στα φανάρια της Συνάντησης, εκεί που παλιά στα Γιάννενα συναντιόνταν οι δρόμοι από τη Θεσπρωτία και την Κόνιτσα, μέχρι πρόσφατα κι ο δρόμος από τη Θεσσαλονίκη. Περίπου πενήντα μέτρα πίσω από τα φανάρια στέκεται ακόμα το κτίριο που αποτελούσε μία από τις έδρες του «φόρου», του σημείου δηλαδή που οι «ξένοι» έπρεπε να πληρώσουν ένα τέλος εισόδου στην πόλη αν ήθελαν να συνεχίσουν και να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στην αγορά και το παζάρι.
Τώρα η πόλη έχει μεγαλώσει πολύ και δεν βάζει πλέον τέτοιους φόρους. Το δικό μας όμως φόρο ανημποριάς για να αλλάξει κάτι σε τούτο τον κόσμο, συνεχίζουμε να τον πληρώνουμε με μερικά κέρματα στους ανέστιους. Και κάθε τόσο ρίχνουμε και μια ψήφο στην ακροδεξιά για να «καθαρίσει» σε συνεργασία με την «υπεύθυνη» κυβέρνηση τους δρόμους από τους ζητιάνους. Όχι για να γλυτώσουμε από το έξοδο, αλλά από τις ενοχές μας.
Τον βλέπω κάθε μέρα γύρω στις 11, κομμάτι της δικής μου ρουτίνας, όταν χρησιμοποιώ τον δρόμο. Τον παρατηρώ λίγο σαν αξιοπερίεργο, και δοκιμάζω ταυτόχρονα όλες τις σκέψεις μου για τη μετανάστευση. Είναι μαυριδερός, με μικρά μάτια και ακαθόριστης ηλικίας-σίγουρα νέος πάντως. Προέρχεται μάλλον από τα πολύ ανατολικά, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν ή την Ινδία, αλλά και πάλι δεν μπορεί να είμαι σίγουρος. Πιο πριν από αυτόν στο ίδιο πόστο ήταν ένας ηλικιωμένος που απλώς ζητιάνευε.
Σταματάω να τον παρατηρώ. Μ’ εκνευρίζει και λίγο η καθημερινή συνάντηση. Καμιά φορά πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται να μην είμαι πρώτος στο φανάρι για μην αναγκαστώ να μπω στο δίλλημα να δώσω χρήματα. Νιώθω ακόμα πιο αμήχανος όταν είναι κι ο γιος μου μαζί μου, όχι γιατί δεν ξέρει τι είναι τα παιδιά στα φανάρια, αλλά γιατί νιώθω πολύ αδύναμος να αλλάξω κάτι από αυτό που γίνεται. Και δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τις αδυναμίες μου.
Παλιότερα ήμουν πιο απόλυτος με την επαιτεία, πίστευα μέσα στο πλαίσιο μιας μεταμοντέρνας «επαναστατικής» αριστεράς που κυριαρχεί εσχάτως στη χώρα μας, ότι δεν πρέπει να δίνουμε χρήματα γιατί έτσι αναπαράγουμε τον κύκλο της. Δεν πιστεύω βέβαια τους μύθους για τους ζητιάνους που είναι πλούσιοι ή πεθαίνουν και αφήνουν στο στρώμα τους χιλιάδες λίρες. Υπήρξαν και τέτοιοι, αλλά η περίπτωσή τους ανήκει στο σφαίρα της ψυχολογίας.
Με τα χρόνια πάντως δίνω λεφτά, κυρίως στα παιδιά. Κι αυτό για δύο λόγους:
Πρώτα γιατί γνωρίζω πια ότι η σύγχρονη επαιτεία είναι κομμάτι της ίδιας παγκόσμιας μαφίας που ελέγχει το εμπόριο ανθρώπων. Και τα παιδιά, οι ανάπηροι ή οι γυναίκες που ζητιανεύουν στις γωνίες είναι απλώς ο πιο μικρός τροχός της απίστευτης αυτής μεγάλης άμαξας της διεθνούς εκμετάλλευσης. Το να μην δίνεις λεφτά στον μικρό στα φανάρια, είναι τόσο πολιτική πράξη, όσο να κάνεις ζάπινγκ νομίζοντας ότι χτυπάς τα αφεντικά των ΜΜΕ.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, αυτοί που ζητιανεύουν είναι πραγματικά φτωχοί. Το ότι τους εκμεταλλεύονται κάποιοι άλλοι, δεν τους κάνει λιγότερο φτωχούς.
Λύση πάντως δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα. Το κράτος θα μπορούσε και θα έπρεπε να κάνει παρεμβάσεις, ειδικά για τα παιδιά. Το να αδιαφορείς για την τύχη αυτών των παιδιών και το να μην προσπαθείς να σώσεις ούτε ένα, συνιστά απόλυτο κυνισμό. Συνεπικουρικά θα μπορούσαν να ενισχυθούν κι εκείνες οι οργανώσεις που παλεύουν για την απομάκρυνση των ανθρώπων (ειδικά των γυναικών και των παιδιών) από τα κυκλώματα. Το να δίνεις στέγη σε μια γυναίκα θύμα τράφικινγκ, μπορεί να είναι πολύ πιο ουσιαστική βοήθεια από χίλιες συνεδριάσεις των υπουργών στις Βρυξέλλες. Και σίγουρα είναι καλύτερη λύση από τις αναλύσεις όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων της αριστεράς.
Πέρα όμως από τις παρεμβάσεις, τα πράγματα αρχίζουν να δυσκολεύουν. Χρειάζεται σίγουρα μια αποφασιστική πολιτική κατά του εγκλήματος από τις αστυνομίες όλων των χωρών. Αλλά οι αστυνομίες όπως και όλοι οι κρατικοί θεσμοί είναι ευάλωτοι στη διαφθορά, γι’ αυτό και τα σύνορα είναι πάντα «τρύπια» (και γι’ αυτό και δεν θα «κλείσουν» ποτέ).
Πραγματική βοήθεια θα ήταν να δημιουργηθούν οι συνθήκες για να ζουν όλοι στη χώρα τους. Διάφορα προγράμματα διεθνούς συνεργασίας λειτουργούν σήμερα και στην Ευρώπη, ακριβώς γιατί αναγνωρίζεται αυτό το ζήτημα ως κορυφαίο στην αντιμετώπιση της μετανάστευσης. Αναγνωρίζεται, αλλά στην πράξη τα κονδύλια που διατίθενται είναι ελάχιστα. Οι συνέπειες δε, από άλλες πολιτικές της Δύσης στις φτωχές χώρες, είναι πολύ πιο σημαντικές από τη βοήθεια που δίνουν, λειτουργώντας ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το Αφγανιστάν είναι ένα καλό παράδειγμα. Το έχουν καταλάβει ένοπλα όλες σχεδόν οι γνωστές προηγμένες χώρες (ακόμα και η Ελλάδα) με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το γιατί οι ίδιες χώρες μοιάζουν να απορούν που οι κάτοικοί του το εγκαταλείπουν, αποτελεί πια ανέκδοτο, κι όχι πραγματική πολιτική.
Επιστρέφω στον δικό μου μετανάστη. Το πόστο του είναι στα φανάρια της Συνάντησης, εκεί που παλιά στα Γιάννενα συναντιόνταν οι δρόμοι από τη Θεσπρωτία και την Κόνιτσα, μέχρι πρόσφατα κι ο δρόμος από τη Θεσσαλονίκη. Περίπου πενήντα μέτρα πίσω από τα φανάρια στέκεται ακόμα το κτίριο που αποτελούσε μία από τις έδρες του «φόρου», του σημείου δηλαδή που οι «ξένοι» έπρεπε να πληρώσουν ένα τέλος εισόδου στην πόλη αν ήθελαν να συνεχίσουν και να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στην αγορά και το παζάρι.
Τώρα η πόλη έχει μεγαλώσει πολύ και δεν βάζει πλέον τέτοιους φόρους. Το δικό μας όμως φόρο ανημποριάς για να αλλάξει κάτι σε τούτο τον κόσμο, συνεχίζουμε να τον πληρώνουμε με μερικά κέρματα στους ανέστιους. Και κάθε τόσο ρίχνουμε και μια ψήφο στην ακροδεξιά για να «καθαρίσει» σε συνεργασία με την «υπεύθυνη» κυβέρνηση τους δρόμους από τους ζητιάνους. Όχι για να γλυτώσουμε από το έξοδο, αλλά από τις ενοχές μας.