Άλλωστε αν ήταν μπροστά μας η λύση ως μια εφικτή διέξοδος, πιθανότατα δεν θα είχαμε και την ανάγκη της πολιτικής κάστας που μας διαφευντεύει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλη αυτήν την περίοδο που οι ίδιοι ονόμασαν Μεταπολίτευση. Το κρίσιμο δηλαδή ζήτημα της εποχής δεν είναι η «διέξοδος από την κρίση», αλλά ο πολιτικός μετασχηματισμός εκείνος που τουλάχιστον θα προστατεύει την κοινωνία από τις βαρύτατες συνέπειες κρίσεων που μαγειρεύονται στους σκοτεινούς ζωμούς της ελεύθερης αγοράς.
Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται κι ως περίοδος «χαμηλών προσδοκιών». Εννοούν, κάτι σαν το «δεν περιμένουμε πολλά από το μέλλον» φαντάζομαι. Είναι όμως άραγε τόσο απλός αυτός ο τεμαχισμός του ιστορικού γίγνεσθαι;
Η περίοδος των «υψηλών προσδοκιών» ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο. Το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη, το αμερικάνικο όνειρο στην από ‘κεί μεριά, η κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας, η άνοδος της αριστεράς και αργότερα των νέων κινημάτων. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση των πραγμάτων τότε οι άνθρωποι προσδοκούσαν. Σήμερα δεν προσδοκούν. Έτσι όμως αποκρύπτεται ότι οι μεγάλες προσδοκίες ήταν αποτέλεσμα και μεγάλων αγώνων, συγκρούσεων, αγωνίας για το μέλλον, αντιφάσεων. Κι ότι οι χαμηλές προσδοκίες του σήμερα είναι σύμπτωμα κυριαρχίας συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και οικονομικών αντιλήψεων. Ή όχι;
Υπάρχει και μια επιμέρους πτυχή. Αποκαλύπτεται σήμερα ότι η χρηματοπιστωτική κρίση είναι αποτέλεσμα μια άναρχης κατάστασης κατά την οποία τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα όπως οι τράπεζες, είχαν φτάσει στο σημείο να αγνοούν ακόμα και το τι περιείχε το χρηματοφυλάκιό τους. Αγοράζοντας και πουλώντας συνεχώς χρήμα (ομόλογα, δάνεια, πιστωτικές κάρτες, δικαιώματα στο πετρέλαιο ή το σιτάρι) κατέληγαν να ασχολούνται μόνο με το αποτέλεσμα, τα κέρδη στα τέλη της χρόνιας κι όχι το πώς αυτά παράγονταν. Με τη βοήθεια πολιτικών γραμμών όπως του νεοφιλελευθερισμού και κοινωνικών αντιλήψεων όπως η υπερίσχυση του ατόμου έναντι του συνόλου (πολιτικές και αντιλήψεις που καλλιεργήθηκαν επί δεκαετίες ως θέσφατα) διαλύθηκαν σύνορα, ξεπεράστηκαν αναστολές και παγιώθηκαν τάσεις που εν τέλει παρουσιάζονταν ως… φυσικά φαινόμενα. Έτσι είναι, έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάνε.
Κάποια στιγμή όμως, ο κύκλος του χρήματος είχε γίνει τόσο αδιαφανής ώστε κανείς να μην γνωρίζει πού είναι το κέντρο του και εν τέλει να καταρρεύσουν όλοι μαζί, μόλις έπαψε το χρήμα να παράγει άλλο κέρδος. Κι έτσι σήμερα, η φυσική, η αυτονόητη γραμμή του σύμπαντος, αυτή η ελέω θεού, κυριάρχηση του φιλελευθερισμού μοιάζει με τυφώνα (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς ένα φυσικό φαινόμενο) που ανατρέπει τα μέχρις πρότινος παντοδύναμα στερεότυπα. Σήμερα επανακάμπτουν οι έννοιες του ήθους, της μετριοπάθειας, του σεβασμού, της κοινωνικότητας. Το ανησυχητικό είναι ότι τις χρησιμοποιούν οι ίδιοι, εκείνοι που χρησιμοποιούσαν και τις άλλες έννοιες του «ζήσε σήμερα», του «κερδίζει ο πιο δυνατός», του «σημασία έχει να νικάς», του «ο νικητής τα παίρνει όλα», του κοσμοπολίτικου «έλα μωρέ μην είσαι μίζερος».
Αν οι ίδιοι όμως πάνω κάτω άνθρωποι, τα ίδια κόμματα, οι ίδιοι μηχανισμοί που οδήγησαν στην απόγνωση εκατομμύρια ανθρώπους, εμφανίζονται σήμερα με μια άλλη πρόταση, υποτίθεται αντίθετη από την προηγούμενη, τότε γιατί να τους εμπιστευτούμε; Αφού έτσι πήγαν τα πράγματα γιατί θα πρέπει να ξαναπάνε πάλι έτσι;
Στην Ελλάδα συνεπώς, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές του πολιτισμένου (χα) κόσμου, όπως η Ισλανδία για παράδειγμα όπως μας έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές της, ο κόσμος δεν έχει ούτε χαμηλές ούτε υψηλές προσδοκίες. Απλώς δεν εμπιστεύεται όσους του τάζουν διέξοδο. Στη μικροκλίμακά μας αυτό εξηγεί τη μόνιμη προεκλογική κατάσταση, τα χαμηλά νούμερα της κυβέρνησης αλλά και τα εξίσου χαμηλά νούμερα της αντιπολίτευσης όπως και την παγιωμένη περιθωριοποίηση των «μικρών κομμάτων».
Η έλλειψη εμπιστοσύνης όμως, όπως και η επακόλουθη κρίση συναίνεσης και νομιμοποίησης του συστήματος, δείγμα των οποίων ήταν κι ο Δεκέμβρης, δεν είναι κατ’ ανάγκη μια αμήχανη περίοδο. Προσφέρεται για να αναστοχασμό και αναθεωρήσεις. Μοιάζει λίγο με τον κόσμο μετά τον πόλεμο, το 1945. Και η δύναμη παραμένει στα χέρια της κοινωνίας, η οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα κάνει τις επιλογές της. Και υπάρχει πάντα η πιθανότητα για ένα γκολ από το πουθενά.
Όπως περιέγραφε κι ο Σωτήρης Κακίσης σε ένα ποίημά του για ένα ματς της εθνικής ομάδας: «Σε μια φάση, ο μυθικός Μίμης Παπαϊωάννου κάνει μια ψηλοκρεμαστή σέντρα προς την αντίπαλη περιοχή. Δεν τρέχει κανένας δικός μας. Τότε ο Παπαϊωάννου αποφασίζει και τρέχει ο ίδιος. Τρέχει να χτυπήσει κεφαλιά στη δική του σέντρα! Τρέχει να χτυπήσει κεφαλιά στη δική του σέντρα! («Τι γίνεται με τις σέντρες μου», από τη συλλογή «Παραμύθια σαν αστεία άστρα» των εκδόσεων Ερατώ, 1987).
Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται κι ως περίοδος «χαμηλών προσδοκιών». Εννοούν, κάτι σαν το «δεν περιμένουμε πολλά από το μέλλον» φαντάζομαι. Είναι όμως άραγε τόσο απλός αυτός ο τεμαχισμός του ιστορικού γίγνεσθαι;
Η περίοδος των «υψηλών προσδοκιών» ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο. Το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη, το αμερικάνικο όνειρο στην από ‘κεί μεριά, η κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας, η άνοδος της αριστεράς και αργότερα των νέων κινημάτων. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση των πραγμάτων τότε οι άνθρωποι προσδοκούσαν. Σήμερα δεν προσδοκούν. Έτσι όμως αποκρύπτεται ότι οι μεγάλες προσδοκίες ήταν αποτέλεσμα και μεγάλων αγώνων, συγκρούσεων, αγωνίας για το μέλλον, αντιφάσεων. Κι ότι οι χαμηλές προσδοκίες του σήμερα είναι σύμπτωμα κυριαρχίας συγκεκριμένων πολιτικών επιλογών και οικονομικών αντιλήψεων. Ή όχι;
Υπάρχει και μια επιμέρους πτυχή. Αποκαλύπτεται σήμερα ότι η χρηματοπιστωτική κρίση είναι αποτέλεσμα μια άναρχης κατάστασης κατά την οποία τα μεγάλα πιστωτικά ιδρύματα όπως οι τράπεζες, είχαν φτάσει στο σημείο να αγνοούν ακόμα και το τι περιείχε το χρηματοφυλάκιό τους. Αγοράζοντας και πουλώντας συνεχώς χρήμα (ομόλογα, δάνεια, πιστωτικές κάρτες, δικαιώματα στο πετρέλαιο ή το σιτάρι) κατέληγαν να ασχολούνται μόνο με το αποτέλεσμα, τα κέρδη στα τέλη της χρόνιας κι όχι το πώς αυτά παράγονταν. Με τη βοήθεια πολιτικών γραμμών όπως του νεοφιλελευθερισμού και κοινωνικών αντιλήψεων όπως η υπερίσχυση του ατόμου έναντι του συνόλου (πολιτικές και αντιλήψεις που καλλιεργήθηκαν επί δεκαετίες ως θέσφατα) διαλύθηκαν σύνορα, ξεπεράστηκαν αναστολές και παγιώθηκαν τάσεις που εν τέλει παρουσιάζονταν ως… φυσικά φαινόμενα. Έτσι είναι, έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πάνε.
Κάποια στιγμή όμως, ο κύκλος του χρήματος είχε γίνει τόσο αδιαφανής ώστε κανείς να μην γνωρίζει πού είναι το κέντρο του και εν τέλει να καταρρεύσουν όλοι μαζί, μόλις έπαψε το χρήμα να παράγει άλλο κέρδος. Κι έτσι σήμερα, η φυσική, η αυτονόητη γραμμή του σύμπαντος, αυτή η ελέω θεού, κυριάρχηση του φιλελευθερισμού μοιάζει με τυφώνα (για να χρησιμοποιήσουμε κι εμείς ένα φυσικό φαινόμενο) που ανατρέπει τα μέχρις πρότινος παντοδύναμα στερεότυπα. Σήμερα επανακάμπτουν οι έννοιες του ήθους, της μετριοπάθειας, του σεβασμού, της κοινωνικότητας. Το ανησυχητικό είναι ότι τις χρησιμοποιούν οι ίδιοι, εκείνοι που χρησιμοποιούσαν και τις άλλες έννοιες του «ζήσε σήμερα», του «κερδίζει ο πιο δυνατός», του «σημασία έχει να νικάς», του «ο νικητής τα παίρνει όλα», του κοσμοπολίτικου «έλα μωρέ μην είσαι μίζερος».
Αν οι ίδιοι όμως πάνω κάτω άνθρωποι, τα ίδια κόμματα, οι ίδιοι μηχανισμοί που οδήγησαν στην απόγνωση εκατομμύρια ανθρώπους, εμφανίζονται σήμερα με μια άλλη πρόταση, υποτίθεται αντίθετη από την προηγούμενη, τότε γιατί να τους εμπιστευτούμε; Αφού έτσι πήγαν τα πράγματα γιατί θα πρέπει να ξαναπάνε πάλι έτσι;
Στην Ελλάδα συνεπώς, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές του πολιτισμένου (χα) κόσμου, όπως η Ισλανδία για παράδειγμα όπως μας έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές της, ο κόσμος δεν έχει ούτε χαμηλές ούτε υψηλές προσδοκίες. Απλώς δεν εμπιστεύεται όσους του τάζουν διέξοδο. Στη μικροκλίμακά μας αυτό εξηγεί τη μόνιμη προεκλογική κατάσταση, τα χαμηλά νούμερα της κυβέρνησης αλλά και τα εξίσου χαμηλά νούμερα της αντιπολίτευσης όπως και την παγιωμένη περιθωριοποίηση των «μικρών κομμάτων».
Η έλλειψη εμπιστοσύνης όμως, όπως και η επακόλουθη κρίση συναίνεσης και νομιμοποίησης του συστήματος, δείγμα των οποίων ήταν κι ο Δεκέμβρης, δεν είναι κατ’ ανάγκη μια αμήχανη περίοδο. Προσφέρεται για να αναστοχασμό και αναθεωρήσεις. Μοιάζει λίγο με τον κόσμο μετά τον πόλεμο, το 1945. Και η δύναμη παραμένει στα χέρια της κοινωνίας, η οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα κάνει τις επιλογές της. Και υπάρχει πάντα η πιθανότητα για ένα γκολ από το πουθενά.
Όπως περιέγραφε κι ο Σωτήρης Κακίσης σε ένα ποίημά του για ένα ματς της εθνικής ομάδας: «Σε μια φάση, ο μυθικός Μίμης Παπαϊωάννου κάνει μια ψηλοκρεμαστή σέντρα προς την αντίπαλη περιοχή. Δεν τρέχει κανένας δικός μας. Τότε ο Παπαϊωάννου αποφασίζει και τρέχει ο ίδιος. Τρέχει να χτυπήσει κεφαλιά στη δική του σέντρα! Τρέχει να χτυπήσει κεφαλιά στη δική του σέντρα! («Τι γίνεται με τις σέντρες μου», από τη συλλογή «Παραμύθια σαν αστεία άστρα» των εκδόσεων Ερατώ, 1987).