Τα μεσημέρια στο Δημοτικό Ωδείο οι γονείς περιμένουν στο μεγάλο διάδρομο του πάνω ορόφου, όσο τα παιδιά κάνουν το μάθημά τους στις αίθουσες.
Κάθε αναμονή είναι μια μικρή, πληκτική δοκιμασία χρόνου, ακόμα κι αν χρωματίζεται από τις αδέσποτες νότες που το σκάνε από τις χαραμάδες κάτω από τις πόρτες.
Κάποιες κυρίες συνήθως πιάνουν ψιλή κουβέντα για τα μαθήματα, τα παιδιά και το βάρος της καθημερινότητας, οι άνδρες, λιγότεροι συνήθως, ακροβολίζονται στην αίθουσα και μετράνε το χρόνο σιωπηλά.
Συνήθως πιάνω μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο, κοιτάω για λίγο έξω τα βουνά και την υποψία της λίμνης, σκέφτομαι πώς θα ήταν το κτίριο όταν λειτουργούσε παλιά ως δημαρχείο των Ιωαννίνων (πού ήταν ο δήμαρχος, πώς τον περίμεναν οι Γιαννιώτες να του πουν τα παράπονό τους, αν έμοιαζαν οι υπάλληλοι με τις περιγραφές του Καρυωτάκη) και ενίοτε παρατηρώ την ομοιομορφία των απέναντι διαμερισμάτων και αναρωτιέμαι ελαφρώς αδιάκριτα αν είναι ομοιόμορφη και η ζωή των κατοίκων τους.
Και πότε πότε, τις περισσότερες φορές τις Τρίτες, αλλά και τις άλλες μέρες που ακολουθούν, λέω ένα σιωπηλό ευχαριστώ σε κάποιον (ή κάποια) άγνωστο που εναποθέτει σε ένα σκαλάκι του φουαγιέ, την Καθημερινή της Κυριακής. Δεν ξέρω αν την αφήνει γιατί ταιριάζει με το πολιτισμένο περιβάλλον του ωδείου μια εφημερίδα σοβαρή και πολιτισμένη όσο και τα χρόνια της στην καλή δημοσιογραφία, εμένα μου αρέσει όμως έτσι κι αλλιώς να την διαβάζω. Κι ενώ την έχω στο σπίτι μέχρι και να την εξαντλήσω σταδιακά μέσα στη βδομάδα, εκεί που περιμένω το γιο μου στο ωδείο να τελειώσει το πιάνο μου φαίνεται η εφημερίδα, έτσι όπως διαβάζω στα γρήγορα κάποιο άρθρο της, πιο ενδιαφέρουσα, πιο νόστιμη να την πω. Και πιο χρήσιμη. Σαν να με διασώζει από το ναυάγιο του χαμένου μέσα στις ασχολίες χρόνου, σαν να μου ανοίγει έναν δίαυλο.
Γι’ αυτόν και τον ευχαριστώ αυτόν τον άγνωστο αναγνώστη που έχει την έγνοια να αφήσει την εφημερίδα ελεύθερη να σώσει εμένα τον επόμενο, τον τυχαίο αναγνώστη.