Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Ω, κράτος, πόσο σ' αγαπώ...

Πρόσφατα η κρατική τηλεόραση έδειξε σε πρώτη προβολή την αγγλική κωμωδία Kinky boots. Φτιαγμένη το 2005 από τα υλικά του Άνδρες με τα όλα τους, περιγράφει τη διέξοδο που βρίσκει ένας νεαρός επιχειρηματίας όταν η οικονομική κρίση πλήττει το εργοστάσιό του. Αρχίζει να απολύει το προσωπικό, γιατί τα καλά ποιοτικά παπούτσια του εργοστασίου του δεν έβρισκαν αγοραστή στα παπουτσάδικα που προτιμούσαν τα φτηνά από τις ανατολικές χώρες. Μία από τους εργάτριες του, όμως, του λέει εκεί που ακούει την απόλυσή της, ότι αντί να της λέει «και τι να κάνω εγώ;» ας κοιτάξει να βρει νέες αγορές. Και πράγματι, στο τέλος θα βρει: θα φτιάχνει τολμηρά παπούτσια για τρανς.
Στην Αγγλία, τη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική έχουν αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμα και ο εμπορικός τους κινηματογράφος ασχολείται με αυτές τις συνέπειες και τις μετατρέπει σε κωμωδίες. Και το ερώτημα που θέτει ακόμα και μια ταινία, είναι γιατί στον πραγματικό κόσμο πλέον, οι επιχειρηματίες σήμερα προσδοκούν κρατικό χρήμα για να σωθούν και δεν εφευρίσκουν, δεν ανακαλύπτουν νέα προϊόντα, νέες αγορές, νέους καταναλωτές; Πού χάθηκε εκεί το δαιμόνιο να βγάζουν χρήμα, το οποίο "δαιμόνιο" οι ίδιοι θεοποίησαν; Γιατί δηλαδή ο νεοφιλελευθερισμός θέλει να παραμείνει αλώβητος και ακέραιος, αξιοποιώντας κρατικούς πόρους, τους οποίους ως σήμερα περιγελούσε; Τι είναι αυτό που ωθεί τους οπαδούς της ελεύθερης αγοράς να πέφτουν παρακαλώντας στα πόδια του μισητού ως σήμερα από τους ίδιους, κράτους; Κι αν αυτό το κράτος, μπορεί όντως να εγγυηθεί το ξεπέρασμα της κρίσης, γιατί το υποτιμούμε τόσο πολύ, το ξεπουλάμε και το ευτελίζουμε; Και πού χάθηκαν άραγε όλοι εκείνοι που ζητούσαν «λιγότερο κράτος»;